σάπιος, -ια, -ιο, επίθ. [<μσν. σάπιος <σαπίζω], σάπιος. 1.
που ο οργανισμός του έχει υποστεί σοβαρή βλάβη από κάποια αρρώστια: «είναι
σάπιος μέσα του, γιατί χρόνια βασανίζεται απ’ την κακιά». 2. που είναι
εντελώς ανήθικος, εντελώς διεφθαρμένος: «περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από
έναν σάπιο σαν και του λόγου του!». 3α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα
σάπια, επιχειρήματα σαθρά, που δεν μπορούν να πείσουν: «δε θέλω ν’ ακούω
σάπια, γι’ αυτό μίλα μου ντόμπρα και σταράτα». β. ενέργειες που
υπονομεύουν μια προσπάθεια ή την ηρεμία ενός κύκλου ανθρώπων: «κάθε φορά που
βλέπει πως πάω καλά στη δουλειά μου, αρχίζει τα σάπια για ν’ αποτύχω || μ’ αυτά
τα σάπια που κάνεις, σε λίγο δε θα σε θέλει κανένας στην παρέα του». Επίρρ. σάπια,
ανήθικα, διεφθαρμένα, ύπουλα: «δεν το ανέχομαι να μου φέρεσαι σάπια»·
-
άσ’ αυτά τα σάπια! ή άσ’ τα σάπια! ειρωνική αμφισβήτηση ή
απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί
αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν με βοηθήσεις στη δίκη θα
σου χαρίσω έν’ αυτοκίνητο. -Ασ’ αυτά τα σάπια!». Συνών. άσ’ αυτά του
κώλου(!)·
-δείχνει
το σάπιο μήλο, για να κρύψει τη σάπια μηλιά, βλ. λ. μήλο·
-δεν αφήνεις τα σάπια! ειρωνική προτροπή σε κάποιον να
πάψει να μας λέει ψέματα με σκοπό να μας ξεγελάσει ή να μας παραπλανήσει, να
αφήσει τις υπεκφυγές και να μιλήσει με ειλικρίνεια, ντόμπρα: «δεν αφήνεις τα
σάπια που σου είπε ο τάδε να σου δώσω εκατό χιλιάρικα και πως θα μου τα δώσει
εκείνος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε.
-
είναι σάπιο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
-
κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, βλ. λ. Δανιμαρκία·
-
ξηγιέμαι σάπια, συμπεριφέρομαι ύπουλα, δόλια για να προκαλέσω κακό σε
κάποιον: «όταν κάποιος δεν μου ξηγιέται εντάξει, του ξηγιέμαι κι εγώ σάπια και
πατσίζουμε»·
- πατώ σάπιο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- σάπιο μήλο, βλ. λ. μήλο.