πνίγομαι,
ρ. [<πνίγω],
πνίγομαι. 1. ασφυκτιώ, πιέζομαι ψυχολογικά: «πνίγομαι, όταν βλέπω να
γίνονται τέτοιες αδικίες». 2. καταπίνω κάποιο υγρό, το σάλιο μου ή
κάποια τροφή κατά τρόπο, ώστε να μου δημιουργήσει κατάσταση ασφυξίας, που
εκδηλώνεται συνήθως με βήχα, στραβοκαταπίνω και μου κόβεται η ανάσα: «κάθε φορά
που τρώω βιαστικά, στραβοκαταπίνω και πνίγομαι». 3. κατακλύζομαι υπερβολικά
από κάτι: «οι δρόμοι της Αθήνας πνίγονται στ’ αυτοκίνητα || οι κάτοικοι της
Αθήνας πνίγονται στο καυσαέριο». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- δεν
πα(ς) να πνιγείς! δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις ή τι
θα απογίνεις. Συνήθως δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση
κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω·
- εδώ
ο κόσμος πνίγεται και η κούρβα λούζεται, βλ. λ. κόσμος·
- να
πα(ει) να πνιγεί! (για
πράγματα) αδιαφορώ τελείως για την τύχη του: «δεν πα(ει) να πνιγεί, που θα κάτσω
να σκάσω για έναν παλιοαναπτήρα που έχασα!»·
- να
πα(ς) να πνιγείς! α. αδιαφορώ τελείως για σένα, δε νοιάζομαι τι θα
κάνεις: «όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ με ειρωνευόσουν, τώρα όμως που τα ’κανες
όλα σαν τον κώλο σου, να πα(ς) να πνιγείς!». β. έκφραση τέλειας αδιαφορίας
σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να
κάνω·
- πνίγεται
σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. νερό·
- πνίγεται
σε μια γουλιά νερό, βλ. λ. νερό·
- πνίγεται
σε μια κουταλιά νερό, βλ. λ. νερό·
- πνίγεται
στα ρηχά (ενν. νερά), βλ. λ. ρηχός·
- πνίγεται
στα χρέη, βλ. λ. χρέος·
- πνίγεται
στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- πνίγεται
στο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- πνίγηκα
απ’ τα γέλια ή πνίγηκα στα γέλια ή πνίγηκα στο γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πνίγηκαν
σαν ποντίκια ή πνίγηκαν σαν τα ποντίκια, βλ. λ. ποντίκι·
- πνίγηκε
απ’ τα δάκρυα ή πνίγηκε στα δάκρυα ή πνίγηκε στο δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- πνίγηκε
στα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πνίγηκε
στην αγκαλιά του, βλ. λ. αγκαλιά·
- πνίγηκε
στις αγκαλιές τους, βλ. λ. αγκαλιά·
- πνίγομαι
στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πνίγομαι
στο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- πνίγομαι
στο κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- πνιγόμαστε
στο τσιμέντο, βλ. λ. τσιμέντο.