πικρός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. πικρός], πικρός· που φανερώνει ή προξενεί θλίψη, λύπη, μεγάλη
στενοχώρια ή μεγάλο ψυχικό πόνο: «ήταν πικρός ο χωρισμός των δυο αδερφών».
(Λαϊκό τραγούδι: πικρό το μεροκάματο κουβέντα με το θάνατο απ’
το πρωί ως το βράδυ). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αλλάξαμε
πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- αλλάξαμε
πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- για
να πω (πούμε) την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- είπαμε
πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε
πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- έκλαψα
πικρά, μετάνιωσα πάρα πολύ, μου κόστισε πάρα πολύ για κάτι που έκανα ή που
δεν έκανα: «έκλαψα πικρά που χώρισα μαζί της»· βλ. και φρ. κλαίω πικρά·
- έχω
πικρή πείρα, βλ. λ. πείρα·
- η
αλήθεια είναι πικρή, βλ. λ. αλήθεια·
- η
πεθερά κι από ζάχαρη αν είναι, πάντα πικρή είναι, βλ. λ. πεθερά·
- η
πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- θα
κλάψεις πικρά, θα μετανιώσεις πάρα πολύ, θα σου κοστίσει πάρα πολύ αυτό που
έκανες ή που δεν έκανες: «κάποια μέρα θα κλάψεις πικρά για τον τρόπο με τον
οποίο μου φέρθηκες || θα κλάψεις πικρά, αν δε δηλώσεις συμμετοχή σ’ αυτή τη
δουλειά, γιατί έχει πολύ καλές προοπτικές»·
- κάνω
τα πικρά γλυκά, είτε γιατί το θέλω είτε από ανάγκη είτε γιατί αποσκοπώ σε
κάτι, παραβλέπω τις δυσάρεστες καταστάσεις και τις αντιμετωπίζω σαν να ήταν
ευχάριστες: «η γυναίκα μου έχει γίνει πολύ απαιτητική και γκρινιάρα, αλλά κάνω
τα πικρά γλυκά για να μη διαλύσω το σπίτι μου»·
- κλαίω
πικρά, κλαίω από έντονο ψυχικό πόνο: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα
του, κλαίει πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι μου λένε να κάνω πέρα, γιατί θα κλάψω
πικρά μια μέρα, μα εγώ μαζί σου θα περπατήσω κι ας υποφέρω κι ας δυστυχήσω)·
βλ. και φρ. έκλαψα πικρά·
- λέω
πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πικρά
δάκρυα ή πικρό δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- πικρά
λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πικρές
κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- πικρή
ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πικρό
ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πικρό
χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- πικρό(ς)
σαν δηλητήριο, βλ. λ. δηλητήριο·
- πικρό(ς)
σαν φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- πίνω
το πικρό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- την
πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει, βλ. λ. μελιτζάνα·
- τρώω
πικρό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- χύνω
πικρά δάκρυα ή χύνω πικρό δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ.