πάσο,
το, ουσ.
[<ιταλ. passo (= βήμα, βηματισμός, πέρασμα)]. 1. ειδική κάρτα που
δίνει στον κάτοχό της το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης στα μέσα μαζικής
κυκλοφορίας ή καταβολής μειωμένου εισιτηρίου: «δεν πληρώνει σε καμιά διαδρομή,
γιατί είναι μέτοχος του Ο.Α.Σ.Θ. κι έχει πάσο || όποιος έχει πάσο πληρώνει μισό
εισιτήριο || όλοι οι μαθητές μπορούν να εφοδιαστούν με πάσο». 2. οι ελικοειδείς
ραβδώσεις της βίδας: «δώσε μου μια άλλη βίδα, γιατί αυτή που μου ’δωσες έχει
χαλασμένα πάσα και δεν μπορώ να τη βιδώσω». 3. ειδικό άνοιγμα σε
μεσότοιχο, ιδίως σε αυτόν κουζίνας και τραπεζαρίας, για το πέρασμα των φαγητών:
«η γυναίκα μου μου ’δινε τα πιάτα απ’ το πάσο κι εγώ τ’ ακουμπούσα στο τραπέζι
της τραπεζαρίας»·
- δεν
κάνει πάσο, βλ. φρ. δεν πάει πάσο·
- δεν
πάει πάσο, είναι πολύ ισχυρογνώμονας και δεν υποχωρεί από την αρχική του
γνώμη ή θέση: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν πάει πάσο με καμιά κυβέρνηση».
Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου·
- κάνω
πάσο, βλ. φρ. πάω πάσο·
- με
το πάσο μου, χωρίς να βιάζομαι διόλου, χωρίς ένταση ή άγχος: «ανοίξτε το
βήμα σας, γιατί, έτσι όπως πάμε με το πάσο μας, δε θα φτάσουμε ποτέ». Συνών. με
όλη μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου / με όλη μου την ησυχία ή με
όλη την ησυχία μου / με το ραχάτι μου / με το τέμπο μου / με το χαβά μου·
- πάω
πάσο, α. παραιτούμαι, δεν ανακατεύομαι, παύω να ομιλώ ή να ενεργώ:
«αν γίνουν τα πράγματα με τον τρόπο που μου λες, εγώ πάω πάσο, γιατί δε με
συμφέρει || αν είναι να μιλάς κι εσύ τη στιγμή που μιλάω, τότε πάω πάσο». (Λαϊκό
τραγούδι: το ’χει η κατεργάρα μπλέξει κι απ’ τη μύτη το τραβά, σαν κορόιδο πάει
πάσο στο δικό της το χαβά).β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου)
δε συμμετέχω σε κάποια συγκεκριμένη φάση του παιχνιδιού: «απ’ τη στιγμή που δεν
είχα καλό φύλλο, πήγα πάσο».