παντρεμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. παντρεύω],
παντρεμένος·
-
και παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
-
κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται και οι παντρεμένες, βλ. λ. χήρα·
-
τι τραβάμε (κι) εμείς οι παντρεμένοι! ειρωνική αναφορά στις δυσκολίες ή
στις υποχρεώσεις του γάμου και γενικά λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν
ταλαιπωρείται κανείς για κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: τι τραβάμε εμείς
οι παντρεμένοι, έχουμε βάσανα πολλά). Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το βρε και πιο σπάνια το ρε.