ντουζένι,
το, ουσ.
[<τουρκ. düzen (= τάξη, αρμονία)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το
κούρντισμα έγχορδου μουσικού οργάνου. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθε για βασικές
πενιές με ένα γλυκό ντουζένι για να σ’ ακούσει μια ψυχή που σε
καταλαβαίνει). 2. συνήθως στον πλ. τα ντουζένια, η κατάσταση
κεφιού, η κατάσταση του ατόμου που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι: «όταν είμαι στα
ντουζένια μου, δε λέω όχι σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: στρώσε την τάβλα,
μπέη μου, και φέρε να τα πιούμε και στα ντουζένια τα γλυκά σιγά σιγά να
μπούμε)·
- είμαι
πάνω στα ντουζένια μου, βρίσκομαι στο άνθος της ηλικίας μου για να χαρώ τις
υλικές απολαύσεις της ζωής και το σεξ: «αν δε γλεντήσω τη ζωή μου τώρα που
είμαι πάνω στα ντουζένια μου, πότε θα τη γλεντήσω;»·
- είμαι
στα ντουζένια μου, βλ. φρ. έρχομαι στα ντουζένια μου·
- έρχομαι
στα ντουζένια μου ή έρχομαι στο ντουζένι, είμαι στα κέφια μου, είμαι
στο τσακίρ κέφι: «όταν έρχομαι στα ντουζένια μου, δε χαλάω χατίρι σε κανέναν».
(Λαϊκό τραγούδι: μόλις έρθω στο ντουζένι κι άλλος αργιλές θα γένει)·
- έχω
τα ντουζένια μου, είμαι πολύ εκνευρισμένος, πολύ νευριασμένος: «όταν έχω τα
ντουζένια μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». Από την εικόνα των χορδών του
μπουζουκιού που κουρντίζονται και παρομοιάζονται με τεντωμένα νεύρα·
- τον
φέρνω στο ντουζένι, τον φέρνω στον ίσιο, στον καλό δρόμο: «κουράστηκα πολύ
μ’ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά στο τέλος τον έφερα στο ντουζένι». Από την εικόνα
του μουσικού που κουρντίζει το όργανό του για να έχει αρμονικό παίξιμο·
- φέρνω
στο ντουζένι, κανονίζω, ρυθμίζω: «μόλις φέρω στο ντουζένι τη δουλειά, θα
την κοπανήσω για κάνα δυο βδομάδες». Από την εικόνα του μουσικού που με το
κούρντισμα των χορδών του οργάνου του ρυθμίζει την αρμονία του.