ντεπόζιτο
κ. τεπόζιτο,
το, ουσ. [<ιταλ. deposito], δοχείο ή χώρος ειδικά κατασκευασμένος για να
αποθηκεύεται νερό ή άλλο υγρό όπως, βενζίνη ή πετρέλαιο·
- άδειασε
το ντεπόζιτο, τελείωσαν τα χρήματά μου, έμεινα απένταρος: «μόλις άδειασε το
ντεπόζιτο, σηκώθηκα απ’ το καρέ»·
- είμαι μ’ άδειο ντεπόζιτο, βλ.
φρ. μένω μ’ άδειο ντεπόζιτο·
-
μένω μ’ άδειο ντεπόζιτο, βρίσκομαι
σε δύσκολη θέση, γιατί μου τελείωσαν τα χρήματα, έμεινα απένταρος: «μη μου
ζητάς λεφτά, γιατί μόλις πάντρεψα την κόρη μου κι έμεινα μ’ άδειο ντεπόζιτο». Από
την εικόνα του ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου που τελείωσε η βενζίνη και
ακινητοποιήθηκε.