Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εκτός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εκτός, επίρρ. τοπ. [<αρχ. ἐκτός], εκτός. 1. έξω, μακριά από: «είναι εκτός γραφείου». 2. ως ουσ. οι εκτός, όσοι δε συμμετέχουν σε ένα σύνολο, όσοι είναι έξω από κάτι: «οι εκτός κυβερνήσεως βουλευτές γκρινιάζουν γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να συναντήσουν τον πρωθυπουργό». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάχη·
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- βγαίνω εκτός μάχης, βλ. λ. μάχη·
- βρίσκεται εκτός ελέγχου, βλ. λ. έλεγχος·
- βρίσκεται εκτός κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- γίνομαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι εκτός, α. δε συμμετέχω σε κάποια υπόθεση ή ενέργεια, ιδίως παράνομη, δηλώνω την αποχώρησή μου: «εγώ παιδιά είμαι εκτός, γιατί έχω την εντύπωση πως η δουλειά βρομάει μπαρούτι». β. δεν έχω καμιά επαφή με την πραγματικότητα, είμαι από άλλο ανέκδοτο: «από τότε που τον χώρισε η γυναίκα του, είναι εκτός, κι αν συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό, δεν το γλιτώνει το τρελάδικο»·
- είμαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είμαι εκτός μάχης, βλ. λ. μάχη·
- είμαι εκτός νόμου, βλ. λ. νόμος·
- είμαι εκτός συναγωνισμού, είμαι ο πρώτος και ο καλύτερος, είμαι ασυναγώνιστος (και για το λόγο αυτό, δεν παίρνω μέρος σε κάποιο συναγωνισμό, σε κάποιο διαγωνισμό ή, αν πάρω μέρος, το κάνω μόνο και μόνο για τη συμμετοχή)·
- είναι εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είναι εκτός ελέγχου, βλ. λ. έλεγχος
- είναι εκτός εποχής, βλ. λ. εποχή
- είναι εκτός θέματος, βλ. λ. θέμα·
- είναι εκτός κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- είναι εκτός πραγματικότητας, βλ. λ. πραγματικότητα·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- εκτός από…, δηλώνει εξαίρεση: «θα μπουν όλοι εκτός από σένα»·
- εκτός απροόπτου, βλ. λ. απρόοπτος·
- εκτός αυτού, βλ. λ. αυτός·
- εκτός εμπορίου, βλ. λ. εμπόριο·
- εκτός τούτου, βλ. λ. τούτος·
- εκτός των άλλων, βλ. λ. άλλος·
- εκτός των τειχών, βλ. λ. τείχος·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, βλ. λ. αυτός·
- θέτω εκτός νόμου (κάποιον), βλ. λ. νόμος·
- μένω εκτός, α. δε συμμετέχω κάπου ή σε κάτι: «ο μόνος που έμεινε εκτός απ’ αυτή τη δουλειά ήταν ο τάδε». β. δεν υφίσταμαι κάτι: «ο μόνος που έμεινε εκτός απ’ τις κατσάδες του διευθυντή μας ήταν ο τάδε». (Τραγούδι: για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου
- μένω εκτός νυμφώνος ή μ’ αφήνουν εκτός νυμφώνος, βλ. λ. νυμφώνας·
- ο εκτός νόμου, βλ. λ. νόμος·
- παίζω εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παρ’ εκτός, α. εκτός και αν: «θα σε σαπίσω στο ξύλο, παρ’ εκτός και μου ζητήσεις συγνώμη». β. δηλώνει εξαίρεση, εξόν: «παρ’ εκτός όλων των προηγουμένων υπάρχουν κι άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί κλαις, καλό μου ταίρι, κάθε μισθωτός το ξέρει παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη
- τα εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα.

αυτός

αυτός, -ή, -ό, αντων. προς., δεικτ. και οριστ. γεν. αυτουνού, αυτηνής, γεν. πλ. αυτωνών, αιτιατ. αυτουνούς [<αρχ. αὐτός], αυτός. (Λαϊκό τραγούδι: παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι).1. λέγεται αντί ονόματος που έχουμε λησμονήσει ή που δε θέλουμε να το πούμε για να μην καταλάβουν οι άλλοι για ποιον πρόκειται: «ήρθε πάλι αυτός και σ’ έψαχνε, κατάλαβες εσύ τώρα για ποιον σου λέω». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλο κλείσιμο του ματιού και για να είμαστε σίγουροι πως ο συνομιλητής μας θα καταλάβει για ποιον ακριβώς του λέμε, κάνουμε και ενδεικτική χειρονομία με κάποιο φυσικό γνώρισμα του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε. Αν π.χ. έχει μεγάλη μύτη, σέρνουμε τα δάχτυλά μας πάνω στη μύτη μας υπονοώντας το μέγεθος, αν έχει μεγάλα αφτιά, σπρώχνουμε προς τα έξω με τις παλάμες μας τα αφτιά μας κ.λπ. 2α. το αρσ. ως ουσ. ο αυτός, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, της κ.λπ. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «πέρασε η τάδε με τον αυτό της». β. ο κώλος: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας κλοτσιά στον αυτό σου». 3. το θηλ. ως ουσ. η αυτή, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.  η ερωμένη, η γκόμενα: «πέρασε ο τάδε με την αυτή του». Είναι και φορές που ακούγεται: «πέρασε ο αυτός με την αυτή του». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα αυτά (βλ. λ.). 5. σε κλητ. αυτέ, λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αυτέ, που βρίσκεται η τάδε διεύθυνση;». 6α. ως επιφών. αμηχανίας αυτά! όταν πάψει πια η κουβέντα να έχει ενδιαφέρον ή όταν η κουβέντα δε λέει να εξελιχθεί προς τον επιθυμητό στόχο. (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή περνά) β. εκφράζει δυσαρέσκεια από τη συνεχιζόμενη επίσκεψη κάποιου, με την πρόθεση να του δώσουμε να καταλάβει ότι πέρασε η ώρα. (Ακολουθούν 286 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. λ.άλλος·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός  πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. λ. άλλος·
- αλλού αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- αμάν αυτό το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, βλ. λ. νόμος·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- άρον άρον, σταύρωσον αυτόν, βλ. λ. σταυρώνω·
- άσ’ αυτά του κώλου! βλ. λ. κώλος·
- άσ’ τ’ αυτά, μη μου δικαιολογείσαι, μη προσπαθείς να δικαιολογηθείς: «άργησα να έρθω, γιατί είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. -Άσ’ τ’ αυτά»·
- άσ’ τον αυτόν, (υποτιμητικά) αγνόησέ τον, μην τον υπολογίζεις: «στην περίπτωση που θα χρειαστούμε βοήθεια, θα μπορέσουμε ν’ αποταθούμε στον τάδε. -Άσ’ τον αυτόν, γιατί είναι βουτηγμένος στα χρέη»·
- άσε αυτά που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- άσχετα μ’ αυτό, βλ. λ. άσχετος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμάς·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δε περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα εκατό χιλιάρικα, θα σου δώσω αύριο εκατόν πενήντα. -Αυτά δεν περνάνε σε μας»· έκφραση με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μα ς επιβληθεί και έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε: «μη μου βάζεις τις φωνές, γιατί αυτά σε μας δεν περνάνε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται ειρωνικά το άσε. (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα δεν περνούν αυτά και κρύψε το σπαθί σου, γιατί μαστούρης θα γινώ και θα ’ρθω στο τσαρδί σου). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- αυτά είναι λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. λ. κουλούρι·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά λοιπόν, καταληκτική φρ. με την οποία ανακεφαλαιώνουμε όλα όσα είπαμε ή διηγηθήκαμε προηγουμένως. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας
- αυτά να σου λείπουν! βλ. φρ. να σου λείπουν αυτά(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- ατά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που λες! καταληκτική έκφραση ύστερα από διήγηση διάφορων γεγονότων και που έχει και μια διάθεση κρίσης·
- αυτά που ξέρεις (που ήξερες) να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- αυτή είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- αυτή (αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! βλ. λ. μπόμπα·
- αυτή τη δόση, βλ. λ. δόση·
- αυτό δεν πληρώνεται, είναι ανώτερο κάθε ανταπόδοσης: «αυτό που μου ’κανες, δεν πληρώνεται όσο και να προσπαθήσω», δηλ. δεν ξεπληρώνεται·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, δεν έχει σχέση με αυτό που κουβεντιάζεται αυτή τη στιγμή, είναι διαφορετικό: «πρόσεχε τι λες, γιατί αυτό είν’ άλλο απ’ αυτό που είπα»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ όλο! περίμενα κάτι περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είν’ όλο, μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είναι, α. έκφραση επιδοκιμασίας για την πράξη ή τα λόγια κάποιου: «μόλις τον δω θα τον σπάσω στο ξύλο. -Αυτό είναι». β. δηλώνει και έμφαση για την εμπνευσμένη λύση που δίνουμε ή δίνει κάποιος σε κάποια δυσκολία, σε κάποιο πρόβλημα, ιδίως κατασκευαστικό· 
- αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα, είναι πρωτάκουστο: «χωρίς να τον γνωρίζεις του ζήτησες ένα εκατομμύριο! Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα»· βλ. και λ. άγραφος·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- αυτό είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι κι άλλο δεν είναι, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι τελειότατο: «τέτοιο αυτοκίνητο μάλιστα. Αυτό είναι κι άλλο δεν είναι». β. έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή τη χρησιμότητα κάποιου πράγματος. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτό είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, δηλώνει την αποδοκιμασία μας για την αγνώμονα στάση κάποιου απέναντί μας: «κάθε φορά που είχε ανάγκη τον βοηθούσα κι αυτός πήγε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου. Αυτό είναι το ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για σένα έμεινα γυμνός και πεινασμένος, μα συ με πούλησες κι αυτό ήταν το φχαριστώ).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το φίλε μου ή το δικέ μου· βλ. και φρ. για το ευχαριστώ, λ. ευχαριστώ·
- αυτό είναι το λιγότερο, βλ. λ. λίγος·
- αυτό είναι το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- αυτό θα πει ατυχία, βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη, βλ. λ. τύχη·
- αυτό θα το δούμε, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως τα πράγματα δε θα γίνουν έτσι όπως θέλει ή όπως επιδιώκει: «εγώ θα μεταφέρω το φράχτη ένα μέτρο πιο μέσα. -Αυτό θα το δούμε»·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό κι αν δεν είναι! ή αυτό κι αν είναι!  είναι κραυγαλέο: «αυτό κι αν δεν είναι λάθος! || αυτό κι αν είναι βλακεία!»·
- αυτό κι αυτό, για υπαινικτική αναφορά σε πράγματα που είναι ήδη γνωστά από την προηγούμενη κουβέντα με το συνομιλητή μας: «θα γίνει αυτό και αυτό, μου λέει, και δε μ’ άφησε περιθώρια να σκεφτώ». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο συνομιλητής με κάθε αυτό που λέει ανεβοκατεβάζει σπασμωδικά το χέρι του·
- αυτό μάλιστα, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι απόλυτα παραδεκτό για καλό ή για κακό: «αυτό μάλιστα, μπορώ να πω πως είναι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || αυτό μάλιστα, είναι μεγάλη απατεωνιά»·
- αυτό μας έλειπε! ή αυτό μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν κοντά στη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε προκύπτει και κάποια άλλη. Συνήθως μετά το αυτό ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτό μας χρειαζόταν! ή αυτό μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτό μας έλειπε(!)·
- αυτό μετράει, αυτό έχει ουσία, σημασία, αυτό είναι υπολογίσιμο: «μόνο αυτό που μας είπες τώρα μετράει για την υπόθεση, γιατί όλα τ’ άλλα ήταν μπαρούφες»·
- αυτό να λέγεται, α. είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «θα ’ρθει μαζί με τη γυναίκα του; -Αυτό να λέγεται». β. έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε τα λόγια κάποιου: «να δεις πως, αν τον κοντράρει, θα τον σπάσει ο άλλος στο ξύλο έτσι γίγαντας που είναι. -Αυτό να λέγεται»·
- αυτό να μου πεις! αυτό που μου λες είναι πέρα για πέρα σωστό, έχεις απόλυτο δίκαιο: «σήμερα όλοι ενδιαφέρονται μόνο για το τομάρι τους. -Αυτό να μου πεις!»·
- αυτό ξαναπές το, βλ. λ. ξαναλέω·
- αυτό πάει πολύ! λέγεται για λόγο, ενέργεια ή πράξη, που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο, γιατί ξεπερνάει τα όρια: «να βρίζεις εμένα, πάει στο διάβολο, αλλά να βρίζεις και τη μάνα μου, αυτό πάει πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται απειλητικά το ε ή το α·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; α. έκφραση απορίας, όταν κοντά στα τόσα κακά που ακούμε για κάποιον προστίθεται και ένα καινούργιο, που το επικροτούμε, ή όταν κοντά στις τόσες δυσκολίες, που μας αναφέρει κάποιος για κάτι, προστίθεται και κάποια καινούρια, που την αναγνωρίζουμε, που την υπολογίζουμε: «δεν είναι μόνο αλήτης, μπεκρής και χαρτοπαίχτης, αλλά και μεγάλος απατεώνας. -Αυτό πάλι που το βάζεις; || έξω απ’ όλες τις άλλες δυσκολίες για το σήκωμα της οικοδομής, έχω και την απεργία των εργατών. -Αυτό πάλι που το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. β. δηλώνει και την εξάντληση κάθε ορίου υπομονής, γιατί κοντά στα τόσα κακά ή στις τόσες δυσκολίες που υπάρχουν προστίθεται και ακόμα μία: «δε φτάνει που είχα πυρετό κι έκανα και κάθε τόσο εμετό, όπως πήγαινα στην τουαλέτα στραμπούλισα και το πόδι μου. -Αυτό πάλι πού το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·  
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό παραπάει! βλ. φρ. αυτό πάει πολύ(!)·
- αυτό που ακούς! βλ. φρ. αυτό που σου λέω(!)·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- αυτό πού κολλάει; (για λόγια ή πράξεις) ποιανού λόγου ή πράξης αποτελεί συνέχεια αυτό που λες ή κάνεις: «αυτό που λες (κάνεις) δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πού κολλάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος, βλ. λ. βάθος·
- αυτό που μετράει, αυτό που έχει ουσία, σημασία, αυτό που λαμβάνεται υπόψη, υπολογίζεται, που πρέπει να ληφθεί υπόψη: «αυτό που μετράει στη δίκη είναι η κατάθεση του τάδε»·
- αυτό πού πάει; (για λόγια ή πράξεις), βλ. συνηθέστ. αυτό πού κολλάει(;)·
- αυτό που σου λέω! κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον που αντιλέγει σε αυτό που του λέμε: «μόλις έρθει το φορτηγό, θα πάρεις άλλους δυο εργάτες και θα το ξεφορτώσετε. -Μα εγώ σχόλασα. -Αυτό που σου λέω!·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. λ. έργο· 
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αυτός είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. φρ. αυτός είναι κι άλλος δεν είναι·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, α. είναι μοναδικός σε κάποια τέχνη ή σε κάποιο επάγγελμα: «θα πας στον τάδε μηχανικό να επισκευάσεις τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». β. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, έχει την εντύπωση πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». γ. ειρωνική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή την ικανότητα κάποιου σε κάτι, με την έννοια ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι ίσοι ή και ανώτεροι από αυτόν. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- αυτός είσαι! α. θαυμαστική έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος. β. λέγεται και ειρωνικά για τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, ιδίως όμως στη δεύτερη, μετά τη φρ. ακολουθεί το μεγάλε ή το παίδαρε·
- αυτός κι αν δεν είναι! ή αυτός κι αν είναι! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ξεπερνάει τα όρια για κάτι καλό ή κακό: «αυτός κι αν δεν είναι τίμιος! || αυτός κι αν είναι απατεώνας!»·
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- αυτός μάλιστα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι απόλυτα παραδεκτό για κάτι καλό ή κακό: «αυτός μάλιστα, είναι καλός μηχανικός || αυτός μάλιστα, είναι μεγάλος αλήτης»·
- αυτός μας έλειπε! ή αυτός μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν σε κάποια δύσκολη ή φορτισμένη στιγμή που περνάμε έρχεται και κάποιος ανεπιθύμητος. Συνήθως μετά το αυτός ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτός μας χρειαζόταν! ή αυτός μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτός μας έλειπε(!)·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, βλ. λ. λύκος·
- αυτός τα ’χτισε αυτά, βλ. λ. χτίζω·
- αυτός το δικό του, βλ. λ. δικός·
- γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- γι’ αυτό, α. εισάγει ή επαναλαμβάνει αιτία ή σκοπό: «κάνεις συνέχεια κοπάνες, γι’ αυτό θ’ απολυθείς || γι’ αυτό ήρθες, για να με συγχύσεις!». β. έκφραση με την οποία αποφεύγουμε να επεξηγήσουμε ή να λύσουμε την απορία κάποιου που μας ρωτάει για κάτι με το γιατί: «γιατί το κάνεις έτσι; -Γι’ αυτό»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γούστα είν’ αυτά, βλ. λ. γούστο·
- δε μας τα ’πες αυτά! βλ. λ. είπα·
- δε σταματάς αυτό το τροπάρι; βλ. λ. τροπάρι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) η δουλειά σου, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι ζωή αυτή! ή δεν είναι αυτή ζωή! βλ. λ. ζωή·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! ή δεν είναι αυτή κατάσταση! βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά! ή δεν είναι αυτά σόι πράγματα ή είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. λ. τρόπος·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, βλ. λ. μασάω·
- δεν τα σηκώνω αυτά ή δεν τα σηκώνουμε αυτά, βλ. λ. σηκώνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, βλ. λ. τρώω·
- δουλειά είν’ αυτή! ή είναι δουλειά αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της, βλ. λ. κόσμος·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του, βλ. λ. κόσμος·
- είναι απ’ αυτές, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πόρνη: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε μέσα στη γειτονιά πως είναι απ’ αυτές, δε θέλει καμιά να της κάνει παρέα»·
- είναι απ’ αυτούς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγους είναι πούστης: «δεν μπορώ να το πιστέψω πως ένα τόσο ωραίο παλικάρι είναι απ’ αυτούς»·
- είναι ένα και το αυτό, βλ. λ. ένας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! βλ. λ. ένας·
- είναι κάτι κι αυτό ή κάτι είναι κι αυτό, αν και δεν είναι μεγάλο και σπουδαίο, εντούτοις είναι υπολογίσιμο: «θα μου πεις πως έχει μόνο μερικά λεφτουδάκια στην άκρη, όμως είναι κάτι κι αυτό για να ξεκινήσει τη δουλειά του || την τελευταία στιγμή κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε συγνώμη. -Κάτι είναι κι αυτό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι μία αυτή! βλ. λ. μία·
- είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκολώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- εκτός αυτού, εκτός από αυτό, επιπλέον: «εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε || εκτός αυτού, πρέπει να ελέγχουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο»·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, α. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος στο συνομιλητή του πως δε βγήκε καθόλου από το σπίτι του: «πού πήγα το Σαββατοκύριακο; Εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, φίλε μου». β. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως δεν υπάρχει καμιά καλυτέρευση της δουλειάς και γενικά της ζωής μας·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- εσύ το λες αυτό! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο, όμως εσύ το λες αυτό, που τον έκλεισες στη φυλακή για ένα ψωροεκατομμύριο!»·
- εσύ το λες αυτό, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «να δεις που στο τέλος θα ’ρθει και θα μας ζητήσει συγνώμη. -Εσύ το λες αυτό, γιατί εγώ έχω διαφορετική γνώμη»·  
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. λ. ζωή·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- ζωή κι αυτή! βλ. λ. ζωή·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- … και χαρά σ’ αυτόν που…, βλ. λ. χαρά·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και μ’ αυτά, τονίζει τις ανόητες, τις απαράδεκτες ενέργειες ή πράξεις κάποιων που μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια ενέργεια: «κάθε τόσο μαλώματα, φασαρίες, κατηγόριες ο ένας εναντίον του άλλου, και μ’ αυτά, πήρα την απόφαση να ξεκόψω απ’ την παρέα τους»· βλ. και φρ. κι αυτά κι αυτά· 
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «με ειδοποίησε ο τάδε πως δε θα ’ρθει το βράδυ στη συγκέντρωση. -Και τι μ’ αυτό;». β. τι σημασία έχει αυτό(;): «και τι μ’ αυτό που είναι ανεψιός του διευθυντή; Εδώ όλοι δουλεύουν κανονικά»· βλ. και φρ. τι μ’ αυτό(;)· 
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλό κι αυτό! βλ. λ. καλός·
- καλός κι αυτός! βλ. λ. καλός·
- κατ’ αυτή την έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·
- κι αυτά κι αυτά, τονίζει συνήθως τις ανόητες ενέργειες κάποιου, που στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος του: «γλέντια, ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, κι αυτά κι αυτά τον έστειλαν μια ώρα αρχύτερα»· βλ. και φρ. και μ’ αυτά·
- κι αυτός με τα δικά του ή κι αυτός τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κι αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- κι αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- μ’ αυτά και μ’ αυτά, α. με την επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων που έχουν ήδη εκτεθεί προηγουμένως στο συνομιλητή μας: «ήμουν συνέχεια κοντά του και τον συμβούλευα και μ’ αυτά και μ’ αυτά νοικοκυρεύτηκε ο άνθρωπος || του πήρες τα μυαλά με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου και μ’ αυτά και μ’ αυτά τον κατάστρεψες τον άνθρωπο». β. με τα ίδια γνωστά και συνηθισμένα, που επαναλαμβάνονται διαρκώς: «βαρέθηκα ν’ ασχολούμαι συνέχεια μ’ αυτά και μ’ αυτά»·
- μ’ αυτά και με κείνα, με την κουβέντα, με τη συζήτηση και χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα και μ’ αυτά και με κείνα πέρασε η ώρα»·
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- μ’ αυτό τον καημό πήγε, βλ. λ. καημός·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! βλ. λ. κάνω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, βλ. λ. καλός·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να σου λείπουν αυτά! α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική ή απειλητική διάθεση να σταματήσει να λέει ή να κάνει πράγματα που έχουμε καταλάβει πως κύριος σκοπός του είναι μας ξεγελάσει ή να μας πείσει για κάτι για το οποίο όμως έχουμε διαφορετική γνώμη ή άποψη. β. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική διάθεση να πάψει να δικαιολογείται για κάτι, γιατί δεν πιστεύουμε στις δικαιολογίες του·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, α. λέγεται για άτομο που από ανάγκη προσκολλάται συνειδητά ή ασυνείδητα σε μια παρέα ή σε ένα σύνολο ανθρώπων ιδίως όταν αυτοί πηγαίνουν για δουλειά: «όταν βλέπει τους άλλους να πηγαίνουν στο γιαπί για δουλειά, τρέχει κι αυτός μαζί τους κι όπου δυο κι αυτός τρεις μήπως και τον προσλάβουν». β. λέγεται για άτομο που μπορούμε να το βρούμε σε όλες τις παρέες ή για άτομο που μπορεί να κάνει με όλες τις παρέες: «είναι γνωστός σ’ όλη την πόλη, κι όπου δυο κι αυτός τρεις || είναι γνωστός σ’ όλους τους κοσμικούς κύκλους, κι όπου δυο κι αυτός τρεις»·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, άλλαξε η κατάσταση, άλλαξαν οι συνθήκες: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε νέος διευθυντής, σ’ αυτό το εργοστάσιο πέφτει σκληρή δουλειά και πάνε αυτά που ήξερες || τώρα με την αλλαγή της κυβέρνησης, θα είστε κι εσείς όπως όλοι οι άλλοι, και πάνε αυτά που ξέρατε». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. φρ. ποιος το ’πε αυτό;
- ποιος το ’πε αυτό; λέγεται για γνώμη ή εντολή που την αποκρούομε, γιατί τη θεωρούμε λανθασμένη ή έξω από τη δικαιοδοσία κάποιου: «μετά τη λήξη της απεργίας όλα θ’ αρχίσουν να δουλεύουν ρολόι στο εργοστάσιο. -Ποιος το ’πε αυτό; Εδώ ετοιμάζονται για νέα απεργία || απαγορεύεται ν’ απομακρυνθείς απ’ τη θέση σου. -Ποιος το ’πε αυτό; Εγώ πήρα άδεια απ’ το διευθυντή»·
- πού ακούστηκε αυτό! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για παράλογη, ανήκουστη πράξη ή ενέργεια: «πού ακούστηκε αυτό να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις! || είσαι τρελός, που θέλεις να γίνεις συνέταιρος σε μια τόσο μεγάλη δουλειά, χωρίς να βάλεις ούτε δραχμή; Πού ακούστηκε αυτό!». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πώς αυτό; βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) ήταν αυτό και…; βλ. λ. πώς·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- (ρε) τ’ είν’ αυτά! α. επιφωνηματική έκφραση απορίας, αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη στάση κάποιου ατόμου που δε μας συμφέρει, δε μας εξυπηρετεί ή μας προσβάλλει, και πιο σπάνια επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού: «ρε τ’ είν’ αυτά που μου λες! || ρε τ’ είν’ αυτά που κάνεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το ρε. β. επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δε συμπεριφέρεται σωστά, που συμπεριφέρεται ανάγωγα ή παράλογα: «θα πάψεις, επιτέλους, να μεθοκοπάς οικογενειάρχης άνθρωπος; Τ’ είν’ αυτά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις)· 
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, βλ. λ. μάθημα·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε ποιόν τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στ’ αυτά μας! ή στ’ αυτά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- σταμάτα αυτό το τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι(ο)·
- συμβαίνουν (κι) αυτά, βλ. λ. συμβαίνω·
- τα αυτά του αυτού (της αυτής), οι ίδιες δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σε βάρος κάποιου: «τι κάνει ο τάδε; -Όπως πάντα, τα αυτά του αυτού»·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τι άνθρωπος κι αυτός! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! βλ. λ. βιόλα1·
- τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! βλ. λ. βιολί·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- τι έχει να κάνει αυτό; δεν έχει καμιά σχέση, δεν εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τι έχει να κάνει αυτό με το συγκεκριμένο πρόβλημα;»·
- τι έχει να κάνει αυτός; το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά σχέση, είναι άσχετο με κάποια υπόθεση: «τι έχει να κάνει αυτός με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε;»·
- τι καμώματα είν’ αυτά; βλ. λ. καμώματα·
- τι κατάσταση είναι αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. λ. κατάσταση·
- τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας σε αυτά που μας λέει κάποιος: «θα ’ρθει και ο τάδε μαζί μας. -Τι μ’ αυτό;». (Τραγούδι: έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει τι μ’ αυτό κι ας παίζουν τ’ άστρα με τα σύννεφα κρυφτό). β. δεν έχει καμιά σημασία: «τι μ’ αυτό που είναι ο γιος του τάδε; Εδώ δεν κάνουμε χατίρια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν χωριστούμε τι μ’ αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα σου ταιριάζει). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε· βλ. και φρ. και τι μ’ αυτό(;)·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ αυτά; βλ. φρ. τι ’ν’ αυτά που λες(;)·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; κάνεις απαράδεκτα πράγματα: «κάθε βράδυ γυρίζεις μεθυσμένος στο σπίτι, τι ’ν’ αυτά που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στις τρεις επήγες χθες να κοιμηθείς, τρελό κορίτσι, τι είν’ αυτά που κάνεις; Για κάτσε φρόνιμα και να συγκεντρωθείς, γιατί αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις
- τι ’ν’ αυτά που λες; λες απαράδεκτα πράγματα: «υποστηρίζεις πως έβαλε χέρι στο ταμείο σου, τι ’ν’ αυτά που λες;». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου λες, για κάτσε τ’ είν’ αυτά που λες; Μη μου ζαλίζεις το μυαλό, εσένα μόνο αγαπώ
- τι να σου κάνει κι αυτός! βλ. λ. κάνω·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! βλ. λ. παιδί·
- τι πράγματα είν’ αυτά; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι πράμα είν’ αυτός! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι ρεζιλίκια είν’ αυτά! βλ. λ. ρεζιλίκι·
- τι σκατά είν’ αυτό; βλ. λ. σκατά·
- τι ’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. ξαφνικός·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ. λ. χαβάς·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, τους ανθρώπους τους χαρακτηρίζουν τα έργα και όχι τα λόγια: «εσύ μπορείς να λες ό,τι θέλεις πως είσαι, αλλά το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι»· βλ. και φρ. στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, λ. Ελλάδα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό το χέρι ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

έδρα

έδρα, η, ουσ. [<αρχ. ἕδρα], η έδρα· ο τόπος όπου ζει μόνιμα και εργάζεται κάποιος: «η έδρα μου είναι η Θεσσαλονίκη»·
- είμαι εκτός έδρας, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε περιοχή στην οποία είμαι άγνωστος, ξένος,  και ως εκ τούτου συμπεριφέρομαι συγκρατημένα ή με μεγάλη περίσκεψη: «όταν είμαι εκτός έδρας, κάθομαι στ’ αβγά μου». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου, όπου εκτός έδρας χαρακτηρίζονται τα παιχνίδια μιας ομάδας που παίζονται στο γήπεδο της αντίπαλης ομάδας·
- είμαι εντός έδρας, βρίσκομαι σε γνωστό, σε οικείο περιβάλλον ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους, και ως εκ τούτου συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση, με μεγάλη σιγουριά: «όταν είμαι εντός έδρας, δεν μπορεί να μου κουνηθεί κανένας»·
- είναι εκτός έδρας, (στη γλώσσα της φυλακής) είναι τρελός, ανισόρροπος: «πρόσεχε τον τύπο, γιατί είναι εκτός έδρας»·
- παίζω εκτός έδρας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο αγώνας που υποχρεώνεται από τον κανονισμό να δώσει η ομάδα σε άλλο τόπο από αυτόν που εδρεύει: «την Κυριακή παίζουμε εκτός έδρας»· βλ. και φρ. είναι εκτός έδρας·
- παίζω εντός έδρας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο αγώνας που δίνει η ομάδα στον τόπο που εδρεύει, στο δικό της γήπεδο: «την Κυριακή θα πάμε στο γήπεδο να δούμε την ομαδάρα μας, γιατί παίζει εντός έδρας»· βλ. και φρ. είμαι εντός έδρας·
- παίζω στην έδρα μου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. παίζω εντός έδρας·
- τα εκτός έδρας, α. τα επιπλέον χρήματα, εκτός από εκείνα του μισθού, που παίρνει κάποιος υπάλληλος και γενικά εργαζόμενος, όταν υποχρεώνεται να εργαστεί μακριά από τον τόπο που εδρεύει η επιχείρηση στην οποία απασχολείται: «τα εκτός έδρας που παίρνει ο τάδε είναι σχεδόν ένας δεύτερος μισθός». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ενν. παιχνίδια) τα παιχνίδια που είναι υποχρεωμένη από τον κανονισμό να δώσει μια ομάδα μακριά από το δικό της γήπεδο, μακριά από τον τόπο που εδρεύει: «στο γήπεδό μας παίζουμε πολύ καλά, αλλά στα εκτός έδρας έχουμε προβλήματα»·
- τα εντός έδρας (ενν. παιχνίδια), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα παιχνίδια που δίνει η ομάδα σύμφωνα με τον κανονισμό στο δικό της γήπεδο, στον τόπο που εδρεύει: «μέχρι τώρα στα εντός έδρας, είμαστε αήττητοι»·
- την πάτησα στην έδρα μου, αν και βρισκόμουν σε γνωστό, σε οικείο περιβάλλον ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους ή συνεργάτες, εντούτοις, συμπεριφέρθηκα άστοχα ή έπαθα ζημιά στην εργασία μου, ενώ δε θα έπρεπε: «πήγα να κάνω μια δουλειά με κάποιον που ήρθε απ’ την επαρχία και την πάτησα στην έδρα μου, γιατί ο τύπος με ξεγέλασε και μου ’φαγε ένα σωρό λεφτά».

έλεγχος

έλεγχος, ο, ουσ. [<αρχ. ἔλεγχος], ο έλεγχος· επίσημο ατομικό δελτίο μαθητή, όπου καταγράφονται οι βαθμοί προόδου του στα μαθήματα, η διαγωγή του και ο αριθμός των απουσιών του: «φοβόταν να δείξει τον έλεγχο στον πατέρα του, γιατί, εκτός απ’ τους κακούς του βαθμούς, είχε και πενήντα αδικαιολόγητες απουσίες, ενώ ο έλεγχος της αδερφής του σ’ όλα τα μαθήματα έδειχνε άριστα και μηδέν απουσίες»·
- βρίσκεται εκτός ελέγχου, βλ. φρ. είναι εκτός ελέγχου·
- βρίσκεται υπό έλεγχο, βλ. φρ. είναι υπό έλεγχο·
- βρίσκεται υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι), βλ. φρ. είναι υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι)·
- είναι εκτός ελέγχου, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που δεν μπορεί πια να ελεγχθεί: «όταν έχει πολλά νεύρα, είναι εκτός ελέγχου και δεν μπορεί κανείς να τον κάνει καλά || η φωτιά είναι εκτός ελέγχου και κατακαίει το δάσος»·
- είναι υπό έλεγχο, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που ελέγχεται ή που, επιτέλους, ελέγχεται: «ας τον να φωνάξει λίγο να εκτονωθεί και μη φοβάσαι, γιατί είναι υπό έλεγχο || μετά απ’ τις τιτάνιες προσπάθειες των πυροσβεστών η φωτιά είναι πια υπό έλεγχο»·
- είναι υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι), είναι κάτι κάτω από τη διοίκηση, τη διακυβέρνηση, την κυριαρχία κάποιου: «τα νησιά και οι βραχονησίδες του Αιγαίου είναι υπό τον έλεγχο της Ελλάδας»·
- κάνω έλεγχο, ελέγχω κάποιον ή κάτι: «ο σκοπός στην πύλη κάνει έλεγχο σ’ ανθρώπους κι αυτοκίνητα». (Λαϊκό τραγούδι: τον Γκιουλέκα εμένα μη μου παριστάνεις, γιατί όσο αν σ’ αγαπώ κι αν σ’ εκτιμώ, σαν γλεντώ, δε θέλω έλεγχο να κάνεις σ’ ό,τι πιω σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω
- χάνω τον έλεγχο, παύω να μπορώ να ελέγχω κάποιον ή κάτι: «έχω χάσει τον έλεγχο των παιδιών μου και κάνουν ό,τι θέλουν || ο κυβερνήτης έχασε τον έλεγχο του αεροπλάνου που συνετρίβη στην πλαγιά του βουνού»·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, βλ. λ. εαυτός.

κίνδυνος

κίνδυνος, ο, ουσ. [<αρχ. κίνδυνος], ο κίνδυνος. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), εκθέτω σε κίνδυνο κάποιον ή κάτι: «με τις άστοχες ενέργειές σου βάζεις σε κίνδυνο όλη την οικογένειά σου || με τα συνεχή ξενύχτια σου βάζεις σε κίνδυνο την υγεία σου»·
- βρίσκεται εκτός κινδύνου, βλ. φρ. είναι εκτός κινδύνου·
- διατρέχω κίνδυνο να… ή διατρέχω τον κίνδυνο να…, κινδυνεύω: «μη σκύβεις πολύ έξω απ’ το μπαλκόνι, γιατί διατρέχεις τον κίνδυνο να βρεθείς στο κενό || δεν πλήρωσα τα τελευταία νοίκια του σπιτιού και διατρέχω τον κίνδυνο να με πετάξει έξω ο σπιτονοικοκύρης μου»·    
- είναι δημόσιος κίνδυνος! α. είναι πολύ κακός οδηγός, ιδίως αυτοκινήτου: «μην του δώσεις ποτέ να οδηγήσει τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί είναι δημόσιος κίνδυνος!». β. είναι επικίνδυνος για την κοινωνία: «δραπέτευσε απ’ το φρενοκομείο ένας τρόφιμος, που είναι δημόσιος κίνδυνος!»·
- είναι εκτός κινδύνου, α. παρόλο το σοβαρό τραυματισμό του ή παρ’ όλη τη σοβαρή ασθένειά του έχει διαφύγει τον κίνδυνο να πεθάνει: «μετά την τελευταία εξέταση ο γιατρός ανακοίνωσε πως ο ασθενής είναι εκτός κινδύνου». β. (γενικά) έχει διαφύγει τον οποιοδήποτε κίνδυνο: «τώρα που παραγράφηκε η υπόθεση της κατάχρησης, είναι εκτός κινδύνου»·
- είναι κίνδυνος θάνατος! α. είναι πολύ κακός οδηγός, ιδίως αυτοκινήτου: «όποτε παίρνει τ’ αυτοκίνητό του, είναι κίνδυνος θάνατος!». β. οτιδήποτε θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή μας: «τα ναρκωτικά είναι κίνδυνος θάνατος για τη νεολαία μας!». (Λαϊκό τραγούδι: κίνδυνος-θάνατος! για πάρτε το χαμπάρι, καινούρια μέτρα οι γυναίκες έχουν πάρει· κι όποιος στον έρωτα σωστά δεν περπατήσει ένα μπουκάλι βιτριόλι θ’ αντικρίσει).Από την ένδειξη «κίνδυνος θάνατος!» που υπάρχει σε διάφορα μέρη, ιδίως από όπου περνάει ρεύμα υψηλής τάσεως·
- έξοδος κινδύνου, βλ. λ. έξοδος·
- θέτω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι)·
- κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώ κάποιον ή κάποιους για επικείμενο κακό ή για επικείμενη δυσάρεστη κατάσταση: «για να σας κρούω εγώ τον κώδωνα του κινδύνου, σημαίνει πως ο νέος διευθυντής είναι πολύ στραβόξυλο»·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η μεγαλύτερη απειλή, ο μεγαλύτερος απειλητικός ή αρνητικός παράγοντας: «τα ναρκωτικά είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος της νεολαίας». Πολλές φορές, στον προφορικό λόγο η φρ. σε συντομία ο υπ’ αριθμ. ένα κίνδυνος·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, κατηγορία ατόμων που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο από κάτι: «οι ναρκομανείς και οι ομοφυλόφιλοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου να προσβληθούν από το έιτζ»·
- σήμα κινδύνου, το S.O.S. ιδίως της αεροπλοΐας και της ναυσιπλοΐας: «το τάδε πλοίο εξέπεμψε σήμα κινδύνου».

νόμος

νόμος, ο, ουσ. [<αρχ. νόμος], ο νόμος. 1. ό,τι θεωρείται ιερό, απαραβίαστο, ό,τι έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής: «ο νόμος του Θεού || ο νόμος σ’ αυτό το μαγαζί είμαι εγώ, γι’ αυτό δε σηκώνω αντιρρήσεις || ο λόγος του πατέρα του είναι νόμος γι’ αυτόν». 2. η αστυνομία, η δικαιοσύνη: «κάθε τόσο έχει προβλήματα με το νόμο». (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, το παν εξαρτάται από αυτόν: «αν θέλεις βοήθεια πήγαινε στον τάδε, γιατί απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται»·
- δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, βλ. λ. πίστη·
- έγινε νόμος, καθιερώθηκε κάτι από την εμπειρία που αποκτήθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο κολιός στη ζωή έγινε νόμος και δε γίνεται αλλιώς
- είμαι εκτός νόμου, είμαι παράνομος: «στον καιρό της χούντας, πολλοί απ’ την παρέα μου ήταν εκτός νόμου || αν χτίσω σ’ αυτό το οικοπεδάκι που δεν είναι οικοδομήσιμο, τότε θα είναι εκτός νόμου»·
- είναι νόμος, βλ. φρ. έγινε νόμος·
- εν ονόματι του νόμου, βλ. λ. όνομα·
- η ανάγκη λύει νόμο, βλ. λ. ανάγκη·
- θέτω εκτός νόμου (κάποιον ή κάτι), χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι παράνομο: «ο εισαγγελέας έθεσε εκτός νόμου όλους τους καταπατητές των δασών || η χούντα έθεσε εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα»·
- και με το νόμο, βλ. φρ. κανονικά και με το νόμο·
- κανονικά και με το νόμο, σύμφωνα με το νόμο, καθ’ όλα νόμιμα, νομότυπα: «όλες του τις δουλειές τις κάνει κανονικά και με το νόμο»·
- νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, βλ. λ. εργάτης·
- ο άγραφος νόμος, α. ο νόμος που δεν υπάρχει γραμμένος σε κανέναν νομικό κώδικα, αλλά που επιβάλλεται από την καθιερωμένη ηθική, από τους εθιμικούς κανόνες της ζωής και που πολλές φορές, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο. β. οι ιδιαίτεροι κανόνες της πιάτσας που έχουν διαμορφωθεί από την καθιερωμένη ηθική της παράνομης ζωής: «ο άγραφος νόμος της πιάτσας επιβάλλει το νόμο της σιωπής»·
- ο εκτός νόμου, α. ο παράνομος: «μαζεύτηκαν όλοι οι εκτός νόμου κι έκαναν ολόκληρο συνδικάτο». β. (στη γλώσσα της φυλακής) ο τρελός: «κάθε φορά που έρχεται στο θάλαμο αυτός ο εκτός νόμου, όλοι μας καθόμαστε στ’ αβγά μας»·
- ο θείος νόμος, βλ. φρ. ο Νόμος του Θεού·
- ο λόγος του είναι νόμος, βλ. λ. λόγος·
- ο νόμος είναι νόμος, ισχύει το ίδιο για όλους: «παρά την υψηλή κοινωνική θέση σου, δεν μπορώ να παραβλέψω αυτή την παρανομία σου, γιατί ο νόμος είναι νόμος»·
- ο νόμος της ζούγκλας, το δίκαιο του ισχυρότερου: «στις μεγάλες πόλεις επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας»·
- ο νόμος της νύχτας, η συμπεριφορά και οι συνήθειες του κόσμου που έχει δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζεται με τα κέντρα διασκεδάσεως, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες: «όποιος παραβαίνει το νόμο της νύχτας το πληρώνει πολύ ακριβά»·
- ο νόμος της σιωπής, ο πρωταρχικός κανόνας της πιάτσας, που επιβάλλει απόλυτη σιωπή για κάθε παράνομη ή εγκληματική ενέργεια των ανθρώπων του υποκόσμου: «όποιος παραβαίνει το νόμο της σιωπής, μέσα σε λίγο καιρό τον βρίσκουν σε κάποιο χαντάκι»·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- ο Νόμος του Θεού, οι αρχές της χριστιανικής θρησκείας, ο λόγος του Θεού που παραδόθηκε στους ανθρώπους με τις Δέκα Εντολές: «τηρεί με ευλάβεια το Νόμο του Θεού»·
- ο νόμος του Λιντς, βλ. λ. λιντσάρω·
- ο νόμος του ποδοσφαίρου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ η μια ομάδα επιτίθεται συνεχώς και χάνει σωρεία ευκαιριών, στο τέλος με ένα αναπάντεχο γκολ κερδίζει το παιχνίδι η άλλη ομάδα· 
- όπως ορίζει ο νόμος, σύμφωνα με το νόμο: «για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, όλα θα γίνουν όπως ορίζει ο νόμος»·
- όργανο του νόμου, βλ. λ. όργανο·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, αυτοδικώ: «όποιος παίρνει το νόμο στα χέρια του, θέτει αμέσως τον εαυτό του εκτός νόμου»·
- πάω με το νόμο, ενεργώ σύμφωνα με αυτό που ορίζει ο νόμος: «όποια δουλειά και να κάνω, πάω πάντα με το νόμο κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, εφαρμόζεται αυστηρά, σκληρά ο νόμος, ο νόμος τιμωρεί αυστηρά, σκληρά: «ο δικαστής δε χαρίζεται σε κανέναν, κι όταν κάποιος είναι ένοχος πέφτει σκληρά ο πέλεκυς του νόμου»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει σε κάποιον να μη βλέπει, να μην παρακολουθεί κάτι, ιδίως όταν αυτό διαδραματίζεται δημόσια. Ως απάντηση στην παραπάνω φρ. δίνεται η ακόλουθη: και σ’ αυτά υπάρχει νόμος, όταν βλέπουν παρανόμως·
- σκληρός ο νόμος αλλά νόμος, δηλώνει τον υποχρεωτικό κανόνα της πολιτείας: «σκληρός ο νόμος αλλά νόμος, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, βλ. λ. χέρι·
- το χέρι του νόμου, βλ. λ. χέρι·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.

πραγματικότητα

πραγματικότητα, η, ουσ. [<νεότ. πραγματικότης], η πραγματικότητα·
- δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
- δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας, βλ. λ. αίσθηση·
- έγινε πραγματικότητα (κάτι), πραγματοποιήθηκε κάτι: «τ’ όνειρό του να δει το γιο του  γιατρό έγινε πραγματικότητα»·
- είναι εκτός πραγματικότητας, το άτομο ή το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι ρεαλιστικό, είναι εξωπραγματικό: «μη δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει, γιατί είναι εκτός πραγματικότητας ο άνθρωπος»·
- έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
- προσγειώνομαι στην πραγματικότητα, επανέρχομαι σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει, υπάρχει, επανέρχομαι στις πραγματικές συνθήκες της ζωής: «νόμιζε πως η ζωή είναι μόνο χαρά κι ευτυχία, αλλά με το θάνατο του πατέρα του προσγειώθηκε στην πραγματικότητα». Πολλές φορές, πριν από το πραγματικότητα, προτάσσεται το σκληρή·
- στην πραγματικότητα, σύμφωνα με αυτό που πραγματικά συμβαίνει, συνέβη ή που μπορεί να συμβεί (σε αντιδιαστολή με το υποθετικό), όντως, στ’ αλήθεια: «εκ των υστέρων μπορούμε να κάνουμε χίλιες δυο υποθέσεις, στην πραγματικότητα όμως ποτέ δε θα μάθουμε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, εκπληρώθηκε, πραγματοποιήθηκε: «είχε τρεις κόρες και, μόλις τις καλοπάντρεψε και τις τρεις, τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα».

τείχος

τείχος, το, ουσ. [<αρχ. τεῖχος], το τείχος·
- ανθρώπινο τείχος, προστατευτικός κλοιός από σώματα ανθρώπων που είναι το ένα κολλητά με το άλλο: «οι αστυνομικοί δημιούργησαν ένα ανθρώπινο τείχος για να κρατήσουν τους διαδηλωτές μακριά απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία»·
- εκτός των τειχών, έξω από μια κλειστή κοινωνία ανθρώπων: «οι πλούσιοι δεν καταδέχονται να κάνουν παρέα με τους φτωχούς, γι’ αυτό τους έχουν αφήσει εκτός των τειχών || είναι χρόνια κομπιναδόροι και, για να εκμεταλλεύονται μόνοι τους την αγορά, κρατούν εκτός των τειχών κάθε καινούριο που θα φανεί»·
- εντός των τειχών, που συμπεριλαμβάνεται σε μια κλειστή κοινωνία ανθρώπων: «έχουν δημιουργήσει πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ τους κι εντός των τειχών δε δέχονται κανέναν»·
- ζωντανό τείχος, βλ. συνηθέστ. ανθρώπινο τείχος·
- κάνω τείχος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τοποθετούμαι σε ευθεία γραμμή μαζί με άλλους συμπαίχτες μου και σε μικρή  απόσταση από τον αντίπαλο παίχτη που θα χτυπήσει φάουλ, για να προστατέψω την εστία μου: «ο παίχτης πέρασε την μπάλα πάνω απ’ το τείχος που είχαν κάνει οι αντίπαλοί του και την  έστειλε στα δίχτυα». 

τόπος

τόπος, ο, ουσ. [<αρχ. τόπος], ο τόπος. 1. η πατρίδα, η χώρα, η πόλη, το χωριό: «πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου;». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα θα ζήσω να τα ιδώ του τόπου μου τα μέρη, τις όμορφες της γειτονιάς και το δικό μου ταίρι;). 2. θέση: «κάθισε εδώ και μην κουνηθείς απ’ τον τόπο σου, μέχρι να γυρίσω || το δωμάτιο ήταν άνω κάτω και τίποτε δεν ήταν στον τόπο του». (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- Άγιοι Τόποι, οι περιοχές όπου γεννήθηκε, έζησε, έδρασε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός: «πριν πεθάνω, έχω σκοπό να επισκεφθώ τους Αγίους Τόπους»·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, τα ήθη και έθιμα είναι διαφορετικά από τόπο σε τόπο: «στο χωριό μας η γιορτή του Αγίου Γεωργίου γιορτάζεται διαφορετικά απ’ ό,τι γιορτάζεται στην Αττική, γιατί βλέπεις άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι»·
- από τόπο σε τόπο, από περιοχή σε περιοχή: «από τόπο σε τόπο υπάρχουν διαφορετικά ήθη και έθιμα»·
- ατάκα κι επί τόπου, βλ. φρ. ατάκα κι επιτόπου, λ. ατάκα·
- αφήνω στον τόπο μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, αφήνω στο πόδι μου: «όσον καιρό έλειπα στο εξωτερικό, άφησα στον τόπο μου τον τάδε»· βλ. και φρ. τον άφησε στον τόπο·
- αφήνω τόπο, βλ. φρ. κάνω τόπο·
- βούιξε ο τόπος ή βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος, το μυστικό που αποκαλύφτηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε: «εδώ βούιξε ο τόπος με τον ερχομό του τάδε κι εσύ δεν έμαθες τίποτα; || μόλις αποκαλύφθηκε το ροζ σκάνδαλο του τάδε υπουργού, βούιξε ο κόσμος όλος»·
- βράζει ο τόπος, α. υπάρχει αφόρητη ζέστα: «κάθε καλοκαίρι το μήνα Ιούλιο βράζει ο τόπος». β. η κατάσταση σε μια χώρα είναι έκρυθμη, προμηνύεται να ξεσπάσει μεγάλη κοινωνική αναταραχή: «με τα νέα φορομπηχτικά μέτρα της κυβέρνησης βράζει ο τόπος!». γ. (για υλικά αγαθά) υπάρχει αφθονία στην αγορά, ιδίως από ένα είδος: «σ’ όποιο μαγαζί και να πας, θα το βρεις αυτό το είδος, γιατί βράζει ο τόπος»·
- δε με σηκώνει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δε με χωράει ο τόπος, είμαι πάρα πολύ ανήσυχος ή ανυπόμονος: «κάθε φορά που πηγαίνουν τα παιδιά μου εκδρομή, δε με χωράει ο τόπος, μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι»·
- δεν έπιασε τόπο, δεν αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο, έγινε μάταια, τζάμπα κάτι: «δεν έπιασε τόπο η συμβουλή που του ’δωσα, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του || δεν έπιασε τόπο το  χρηματικό ποσό που του ’δωσα, γιατί, αντί να το επενδύσει στη δουλειά του, πήγε και το ’φαγε με τις πιτσιρίκες»·
- δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου, τα νεύρα μου, δεν τα αφήνω να εκδηλωθούν, να ξεσπάσουν: «κάθε φορά που μ’ αντιμιλάει άσχημα, δίνω τόπο στην οργή, για να μη γίνει φασαρία»·
- είναι απ’ τον τόπο μου, είναι από την πατρίδα μου, από τη χώρα μου, από την πόλη μου, το χωριό μου: «κάθε φορά που συναντιόμαστε, καθόμαστε και τα κουτσοπίνουμε, γιατί είναι απ’ τον τόπο μου»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, α. δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής του στην οποία ζει: «δεν μπορεί να καταλάβει τη σημερινή νεολαία, γιατί είναι εκτός τόπου και χρόνου». β. λέγεται για κάτι που προγραμματίζεται σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή: «αυτή τη στιγμή έχουμε άλλες προτεραιότητες κι αυτό που μου λες είναι εκτός τόπου και χρόνου»·
- έλα μουνί στον τόπο σου! βλ. μουνί·
- έμεινε στον τόπο, σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα κι έμεινε στον τόπο»·
- επί τόπου, α. ακριβώς στο ίδιο σημείο στο οποίο βρίσκεται, στο οποίο πατάει κάποιος: «θα κάνετε μικρά πηδηματάκια επί τόπου || έκανε μια στροφή επί τόπου κι έφυγε». β. ακριβώς στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο όπου αναφέρεται κάτι: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα, πήγε επί τόπου για να δει και να σχηματίσει προσωπική γνώμη»· βλ. και λ. επιτόπου· 
- έπιασε τόπο, αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο: «η συμβουλή που του ’δωσα, έπιασε τόπο || ο φούρνος μικροκυμάτων που αγόρασα, έπιασε τόπο, γιατί ζεσταίνω μια χαρά το φαγητό μου μέσα σ’ ένα λεπτό || έπιασαν τόπο τα λεφτά που του δάνεισα, γιατί ορθοπόδησε στη δουλειά του»· βλ. και φρ. πιάνει τόπο·
- έφαγα τον τόπο, έψαξα σε όλα τα μέρη, έψαξα παντού: «έφαγα τον τόπο για να σε βρω»·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- καίγεται ο τόπος, επικρατεί αφόρητη ζέστη: «κάθε καλοκαίρι, και ιδιαίτερα τον Ιούλιο μήνα στην πατρίδα μας καίγεται ο τόπος»·
- καίει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. καίγεται ο τόπος·
- κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, οι άνθρωποι κάθε περιοχής έχουν τις δικές τους συνήθειες, τα δικά τους ήθη και έθιμα: «άλλα κάλαντα ψάλλουν τα παιδιά της Μακεδονίας κι άλλα τα παιδιά των νησιών μας, γιατί κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη»·
- κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, αλλάζω εντελώς συμπεριφορά ή τακτική, διαμορφώνω εντελώς άλλη άποψη: «μετά τις νέες αποκαλύψεις, η υπεράσπιση έκανε μεταβολή επί τόπου και χάραξε νέα τακτική για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου»·
- κάνω τόπο, παραμερίζω για να περάσει ή για να καθίσει κάποιος: «αν κάνεις λίγο τόπο, θα χωρέσω να καθίσω κι εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα, λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα
- κάνω τόπο στην οργή, βλ. φρ. δίνω τόπο στην οργή·
- κατά τόπους, σε διάφορα μέρη, τοπικά: «αύριο κατά τόπους ο καιρός θα είναι βροχερός». Χρησιμοποιείται κυρίως στη μετεωρολογία·
- κοινός τόπος, λέγεται για λόγο, ιδέα ή διαπίστωση που είναι πολύ γνωστή και στερείται κάθε πρωτοτυπίας: «αποτελεί κοινό τόπο η πρότασή σας για την πάταξη των ναρκωτικών. Μα και βέβαια θα πρέπει να κυνηγηθούν ανελέητα οι μεγαλέμποροι»·
- κουνήσου απ’ τον τόπο σου! βλ. συνηθέστ. κουνήσου απ’ τη θέση σου, λ. θέση·
- κρανίου τόπος, περιοχή που παρουσιάζει γυμνό τοπίο, ιδίως μετά από καταστροφή, από μεγάλη πυρκαγιά: «μόλις έσβησε η πυρκαγιά, εκεί που κάποτε ήταν το πανέμορφο δάσος, τώρα φαντάζει όλη η περιοχή σαν κρανίου τόπος»· βλ. και λ. κρανίο·
- να βουίξει ο τόπος ή να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος ο τόπος, να ακουστεί, να μαθευτεί παντού: «θ’ αποκαλύψω τις βρομιές σου, να βουίξει ο τόπος όλος»·
- ουδείς προφήτης στον τόπο του, βλ. λ. προφήτης·
- παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), βλ. λ. παπούτσι·
- πήγε εν τόπω χλοερώ, πέθανε, σκοτώθηκε: «αυτός που ψάχνεις, είναι καιρός τώρα που πήγε εν τόπω χλοερώ || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, καρφώθηκε σε μια κολόνα και πήγε εν τόπω χλοερώ». Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- πιάνει τόπο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.), (για πράγματα), καταλαμβάνει, χρειάζεται χώρο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.): «αυτή η καρέκλα πιάνει λίγο τόπο στο σαλόνι, αλλά αυτό το μπαούλο πιάνει αρκετό τόπο»· βλ. και φρ. έπιασε τόπο·
- πιάνω τόπο, χρησιμεύω, αποδεικνύομαι χρήσιμος, ωφέλιμος, φέρνω αποτέλεσμα, αποφέρω όφελος: «έπιασαν τόπο οι συμβουλές μου || έπιασαν τόπο τα λεφτά μου»·
- σκάει ο τόπος, βλ. φρ. καίγεται ο τόπος·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- τον άφησε στον τόπο, τον χτύπησε και του επέφερε ακαριαίο θάνατο: «έβγαλε το πιστόλι του και με δυο πυροβολισμούς τον άφησε στον τόπο»·
- τόπο στα νιάτα! προτροπή στους γεροντότερους, που κατέχουν ηγετικές ιδίως θέσεις σε έναν εργασιακό ή πολιτικό χώρο, να αποσυρθούν και να αφήσουν τις πρωτοβουλίες στους νέους·
- τόπος αναπαύσεως, α. το νεκροταφείο: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία μετέφεραν το νεκρό στον τόπο αναπαύσεως». β. ο Παράδεισος  Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- τόπος χλοερός, βλ. φρ. τόπος αναπαύσεως·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια·
- τόπους τόπους, (ιδίως για βαφή, για χρώμα) περιοχές περιοχές, όχι ομοιόμορφα: «πάνω στη βιασύνη του έβαψε την επιφάνεια τόπους τόπους || η μπλούζα με το πρώτο πλύσιμο ξέβαψε τόπους τόπους».