Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βραδύς
βραδύς,
-εία, -ύ, επίθ.
[<αρχ. βραδύς], βραδύς. Επίρρ. βραδέως·
-
σπεύδε βραδέως, α.
συμβουλευτική
έκφραση σε κάποιον να προχωρεί στην πραγμάτωση κάποιου σκοπού του χωρίς βιασύνη
και με περίσκεψη, με σύνεση: «για να πετύχεις στη ζωή σου, σπεύδε βραδέως». β.
λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο
μέλλον: «δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί οι
αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν σπεύδε βραδέως». Συνών. δεν είναι βία / εις
αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι. Αντίθ. η πίτα τρώγεται ζεστή /
κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
/ όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και
χάριν έχει.