Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αργός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αργός, -η, -ό, επίθ. [<αρχ. ἀργός], αργός. 1. που κινείται αργά, που περπατάει με αργά βήματα, ο αργοκίνητος: «πέσαμε σε αργό άνθρωπο, γι’ αυτό δεν πρέπει να βιαζόμαστε». 2. που είναι χωρίς εργασιακή απασχόληση, ο άεργος: «είμαι αργός εδώ και τρεις μήνες». Επίρρ. αργά, χωρίς βιασύνη. Συνήθως επαναλαμβανόμενο: «προχωρούσε αργά αργά». (Λαϊκό τραγούδι: αργά αργά, βαριά βαριά ακούω στο σκοτάδι το κουρασμένο βήμα σου να σέρνεται κάθε βράδυ, κάθε βράδυ). Υποκορ. αργούτσικα. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αργά αλλά σταθερά, λέγεται για εξέλιξη, ιδίως για δουλειά, που γίνεται με αργό, αλλά σταθερό, σίγουρο ρυθμό: «η δουλειά προχωράει αργά αλλά σταθερά»·
- αργά ή γρήγορα, κάποτε στο μέλλον: «αργά ή γρήγορα θα πληρώσει για τις απατεωνιές του»·
- αργά και πού, βλ. συνηθέστ. αραιά και πού, λ. αραιός·
- είναι αργά, α. είναι περασμένη η ώρα: «πρέπει να φύγω, γιατί είναι αργά». β. καθυστερημένα, παράκαιρα. (Λαϊκό τραγούδι: με ξύπνησες χαράματα απ’ το ζεστό κρεβάτι, τώρα που ήρθες είν’ αργά, καινούρια βρήκα αγάπη
- είναι αργά για δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- είναι αργός στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι τα ζώα μου αργά, βλ. λ. ζώο·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- ήρθες αργά , καθυστερημένα, παράκαιρα. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου
- κάλλιο αργά παρά ποτέ, βλ. λ. κάλλιο·
- παίρνω αργές στροφές, σκέφτομαι αργά, αργώ να μπω στο νόημα, αργώ να καταλάβω κάτι, είμαι αργόστροφος: «μην τον παρεξηγείς που δεν καταλαβαίνει αμέσως αυτό που του λες, γιατί παίρνει αργές στροφές ο άνθρωπος». Αναφορά στην αργόστροφη μηχανή που δεν παράγει έργο·
- το τραβήξαμε ως αργά, το ξενυχτήσαμε: «πιαστήκαμε στην κουβέντα και τραβήξαμε ως αργά».

εκείνος

εκείνος, -η, -ο κ. κείνος, -η, -ο, αντων. [<αρχ. ἐκείνος], εκείνος. 1. αναφορά σε άγνωστο άτομο: «ποιος είναι εκείνος που στέκεται στη γωνία;». 2. λέγεται και αντί ονόματος που για διάφορους λόγους δε θέλουμε να αναφέρουμε: «πέρασε και σε ζητούσε εκείνος, ξέρεις εσύ». 3. λέγεται, πολλές φορές, πάνω στην προσπάθειά μας να θυμηθούμε κάτι που μας διαφεύγει προσωρινά: «δώσε μου εκείνο, να δεις μωρέ πώς το λένε… -Τι το θέλεις; -Να ξεκαρφώσω αυτό το καρφί. -Την πένσα. -Αυτή, που να πάρ’ η ευχή!». 4. λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα γνωστά ή σπουδαία που ανήκουν στο παρελθόν: «θυμάσαι εκείνον τον σπουδαίο καθηγητή! || τι έχεις να πεις για κείνη την περίπτωση που λίγο έλειψε να σκοτωθούμε!». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι, βλ. λ. δεντράκι·
- από τούτα κι από κείνα, βλ. λ. τούτος·
- εκείνα που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ.ξέρω·
- άσε εκείνα που ήξερες! βλ. λ. ξέρω·
- εκείνη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βλ. λ. παπάς·
- εκείνος που…, όποιος: «εκείνος που θα μου βρει το σκυλάκι που έχασα, θα αμειφθεί γενναία»·
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, πρέπει ο καθένας να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις αν θέλει να είναι ανεξάρτητος: «πρέπει να προσπαθήσεις να είσαι οικονομικά ισχυρός, γιατί, εκείνος που περιμένει από άλλονε, πολύ αργά δειπνάει»·
- και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος, βλ. λ. σύντεκνος·
- μ’ αυτά και με κείνα, βλ. λ. αυτός·
- με τούτα και με κείνα, βλ. λ. τούτος·
- ν’ αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- να και τούτη να και κείνη, βλ. λ. τούτος·
- να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, βλ. λ. σαλίγκαρος·
- τον καιρό εκείνο, βλ. λ. καιρός.

ζώο

ζώο, το, ουσ. [<αρχ. ζῶον], το ζώο. 1. (υποτιμητικά) ο άξεστος, ο αγροίκος: «πρόσεξε, μη φερθείς σαν ζώο εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει». 2α. ο ανόητος, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «είναι τόσο ζώο, που δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα του λες». β. απευθύνεται και με υβριστική διάθεση: «έλα δω, ρε ζώο, πού ήσουν τόση ώρα που σε γύρευα!». 3. άνθρωπος ανεπίδεκτος μαθήσεως: «τον έχω τόσον καιρό στη δουλειά μου, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί είναι πολύ ζώο. Συχνά, για περισσότερη έμφαση ακούγεται και τελικό ν·
- δουλεύει σαν ζώο ή δουλεύει σαν το ζώο, εργάζεται σκληρά, εντατικά και αγόγγυστα: «έχει μεγάλη οικογένεια και κάθε μέρα δουλεύει σαν ζώο για να μπορέσει να τη θρέψει». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- είναι ένα ζώο και μισό, είναι πολύ μεγάλος ηλίθιος, ο πολύ μεγάλος βλάκας (που είναι, δηλαδή, ένα ζώο, συν ακόμη άλλο μισό): «με τον άσχημο τρόπο που συμπεριφέρθηκες, μόνο όποιος είναι ένα ζώο και μισό σαν και σένα θα μπορούσε να συμπεριφερθεί!»·
- είναι τα ζώα μου αργά, λέγεται ειρωνικά για αργόστροφο ή για αργοκίνητο άτομο: «δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα τι του λες, γιατί είναι τα ζώα μου αργά || ερχόμουν με τον τάδε, που είναι τα ζώα μου αργά, γι’ αυτό καθυστέρησα»·
- ζει σαν ζώο ή ζει σαν το ζώο, είναι αποκομμένος από την κοινωνία και ζει σε ζωώδη κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, αποτραβήχτηκε σε μια ερημική τοποθεσία και ζει σαν το ζώο»·
- κοιμάται σαν ζώο ή κοιμάται σαν το ζώο, κοιμάται υπερβολικά: «όλη τη μέρα μπεκρουλιάζει στα διάφορα μπαράκια κι ύστερα κοιμάται σαν το ζώο»·
- ξυπνάει μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, φέρνει στην επιφάνεια τα ζωώδη, τα άγρια, τα ανεξέλεγκτα σεξουαλικά μου ένστικτα: «είναι τόσο φιλήδονη αυτή η γυναίκα, που ξυπνάει το ζώο μέσα μου κάθε φορά που τη βλέπω»·
- ξύπνησε μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου, (ιδίως για καταστάσεις) έφερε στην επιφάνεια τα ζωώδη, τα κατώτερα ένστικτά μου: «η ανέχεια και η φτώχεια μιας ζωής ξύπνησε μέσα μου το ζώο· γι’ αυτό στο εξής θάνατός σου η ζωή μου»·
- ο βασιλιά των ζώων, βλ. λ. βασιλιάς·
- τρώει σαν ζώο ή τρώει σαν το ζώο, τρώει πάρα πολύ και χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, ενώ, συνήθως, μουγκρίζει υπόκωφα από την ευχαρίστηση: «όποτε τον παίρνω μαζί μου σε κάποιο γεύμα, τρώει σαν ζώο και με κάνει ρεζίλι». Συνών. τρώει σαν γουρούνι. 

κάλλιο

κάλλιο κ. κάλλια, επίρρ. [<αρχ. κάλλιον, ουδ. του καλλίων, συγκρ. του καλός], καλύτερα, προτιμότερα: «κάλλιο το ’χω να πεθάνω, παρά να παραβώ το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να σ’ αλησμονήσω, αχ, μα η καρδιά σε πονεί, είσ’ η πρώτη μου αγάπη, αχ, είσαι η παντοτινή // κάποια μαυρομάτα όμορφη κι ωραία μ’ έχει ξετρελάνει στον Περαία, μάνα μου, δε θα ζήσω, αν δεν την αποχτήσω καλλιά να μην τη γνώριζα γι’ αυτήνε θα χαθώ). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- κάλλιο αργά παρά ποτέ, α. είναι προτιμότερο κάποιο καλό να μας έρθει έστω και αργά παρά καθόλου: «μια ζωή αγωνιζόταν να κάνει λεφτά και μόλις στα εξήντα του το κατάφερε. -Κάλλιο αργά παρά ποτέ». β. είναι προτιμότερο να κάνουμε κάτι σωστό καθυστερημένα παρά καθόλου: «μια ζωή προσπαθούσε να κόψει το τσιγάρο και τα κατάφερε μόλις στα πενήντα του. -Κάλλιο αργά παρά ποτέ»·
- κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε, είναι καλύτερα να προνοεί κανείς, να εξασφαλίζει τα συμφέροντά του, την περιουσία του, ώστε να προλαβαίνει δυσάρεστες καταστάσεις, που θα ήταν δύσκολο να τις αποκαταστήσει·
- κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
- κάλλιο εφτά στον πισινό παρά μια στην κεφαλή, βλ. λ. πισινός·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- κάλλιο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, βλ. λ. ζηλεύω·
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το, βλ. φρ. κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάλλιο οι καλορίζικοι παρά οι αντρειωμένοι, βλ. λ. καλορίζικος·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στη πόλη, βλ. λ. χωριό·
- κάλλιο τ’ αλώνι σου μικρό και νάν’ μοναχικός σου, βλ. λ. αλώνι·
- κάλλιο το ’χω να..., μου είναι προτιμότερο να…: «κάλλιο το ’χω να σκοτωθώ παρά να σε προδώσω»·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, βλ. λ. ύπνος·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, βλ. λ. ψωμί·