Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
Αράπης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

Αράπης, ο, θηλ. Αραπίνα, η, ουσ. [<τουρκ. Arap <αραβ. Arab], ο Αιγύπτιος, ο Άραβας· στον πλ. οι Αράπηδες και οι Αραπάδες, οι ντόπιοι κάτοικοι της Αιγύπτου. (Λαϊκό τραγούδι: Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες, με ουίσκι και γλυκές κιθάρες, γλέντι και πιοτό // τον έφαγε μια παστρικιά μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη). Μεγεθ. Αραπάς, ο. Υποκορ. Αραπάκι, το· βλ. και λ. αράπης.

αράπης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αράπης, ο, θηλ. αράπισσα κ. αραπίνα, η, πληθ. αράπηδες κ. αραπάδες, οι, ουσ. [<Αράπης]. 1α. αυτός που είναι πολύ μελαχρινός, πολύ μελαψός: «όλο το καλοκαίρι ήταν συνέχεια κάτω απ’ τον ήλιο κι έγινε σαν αράπης». (Λαϊκό τραγούδι: μες της Πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά, αραπάδες το φυλάνε, στου Αλή πασά το πάνε // όταν παίζει ο Τσιτσάνης την αράπικη πενιά και η αραπίνα δίπλα παίζει φίνο μπαγλαμά). β. (υποτιμητικά) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο νέγρος: «οι Έλληνες δεν αποκαλούν αράπη ένα άτομο που ανήκει στη μαύρη φυλή, γιατί απλούστατα δεν είναι ρατσιστές». 2. ο μπαμπούλας των μικρών παιδιών: «μην κάνεις αταξίες, γιατί θα φωνάξω τον αράπη να σε φάει». 3α. (στη γλώσσα της αργκό) το απομονωτήριο της φυλακής: «τον είχαν κλεισμένο μια βδομάδα στον αράπη». Συνών. τσέλα. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το ταμείο της μπαρμπουτιέρας ή της χαρτοπαιχτικής λέσχης: «πήρε όλα τα λεφτά του αράπη και τα ποντάρισε πάνω σ’ ένα φύλλο». Συνών. κάσα (4) / κουτί (2) / μάνα (3) / μπάνκα (2). γ. το πέος. (Λαϊκό τραγούδι: κι όλες γουστάρουν το μαύρο, το σκύλο, τον αράπη, τον ταμ ταμ ταμ). Μεγεθ. αραπάς, ο. Υποκορ. αραπάκι, το· βλ. και λ. Αράπης·
- καπνίζει σαν αράπης, καπνίζει πάρα πολύ, είναι μανιώδης καπνιστής: «χάλασε τα πνευμόνια του, γιατί από μικρό παιδί καπνίζει σαν αράπης». Συνών. καπνίζει και τη γόπα / καπνίζει και το φίλτρο / καπνίζει σαν καμινάδα / καπνίζει σαν μπουρί / καπνίζει σαν τζάκι / καπνίζει σαν τσιμινιέρα / καπνίζει σαν φουγάρο ·
- τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις, βλ. συνηθέστ. τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι στο χαλάς·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα. (Λαϊκό τραγούδι: όσο και να σε μαλώνω πάντα μου αντιμιλάς, τον αράπη σαν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς). Η φρ. δεν έχει καμιά σχέση με το ρατσισμό. Συνών. και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι / σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- φουμάρει σαν αράπης, βλ. φρ. καπνίζει σαν αράπης.

αράπης

αράπης, ο, θηλ. αράπισσα κ. αραπίνα, η, πληθ. αράπηδες κ. αραπάδες, οι, ουσ. [<Αράπης]. 1α. αυτός που είναι πολύ μελαχρινός, πολύ μελαψός: «όλο το καλοκαίρι ήταν συνέχεια κάτω απ’ τον ήλιο κι έγινε σαν αράπης». (Λαϊκό τραγούδι: μες της Πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά, αραπάδες το φυλάνε, στου Αλή πασά το πάνε // όταν παίζει ο Τσιτσάνης την αράπικη πενιά και η αραπίνα δίπλα παίζει φίνο μπαγλαμά). β. (υποτιμητικά) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο νέγρος: «οι Έλληνες δεν αποκαλούν αράπη ένα άτομο που ανήκει στη μαύρη φυλή, γιατί απλούστατα δεν είναι ρατσιστές». 2. ο μπαμπούλας των μικρών παιδιών: «μην κάνεις αταξίες, γιατί θα φωνάξω τον αράπη να σε φάει». 3α. (στη γλώσσα της αργκό) το απομονωτήριο της φυλακής: «τον είχαν κλεισμένο μια βδομάδα στον αράπη». Συνών. τσέλα. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το ταμείο της μπαρμπουτιέρας ή της χαρτοπαιχτικής λέσχης: «πήρε όλα τα λεφτά του αράπη και τα ποντάρισε πάνω σ’ ένα φύλλο». Συνών. κάσα (4) / κουτί (2) / μάνα (3) / μπάνκα (2). γ. το πέος. (Λαϊκό τραγούδι: κι όλες γουστάρουν το μαύρο, το σκύλο, τον αράπη, τον ταμ ταμ ταμ). Μεγεθ. αραπάς, ο. Υποκορ. αραπάκι, το· βλ. και λ. Αράπης·
- καπνίζει σαν αράπης, καπνίζει πάρα πολύ, είναι μανιώδης καπνιστής: «χάλασε τα πνευμόνια του, γιατί από μικρό παιδί καπνίζει σαν αράπης». Συνών. καπνίζει και τη γόπα / καπνίζει και το φίλτρο / καπνίζει σαν καμινάδα / καπνίζει σαν μπουρί / καπνίζει σαν τζάκι / καπνίζει σαν τσιμινιέρα / καπνίζει σαν φουγάρο ·
- τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις, βλ. συνηθέστ. τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι στο χαλάς·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα. (Λαϊκό τραγούδι: όσο και να σε μαλώνω πάντα μου αντιμιλάς, τον αράπη σαν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς). Η φρ. δεν έχει καμιά σχέση με το ρατσισμό. Συνών. και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι / σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- φουμάρει σαν αράπης, βλ. φρ. καπνίζει σαν αράπης.