Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ρόδινος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ρόδινος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ῥόδινος], ρόδινος· που προκαλεί συναίσθημα ευφορίας, αισιοδοξίας: «βέβαια η κατάσταση δεν είναι ρόδινη, αλλά δεν είναι και για να τα βάψουμε μαύρα»·
- τα βλέπω (όλα) ρόδινα, είμαι πολύ αισιόδοξος: «οι άλλοι έχουν έντονη ανησυχία για το τι θα γίνει μ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση κι αυτός τα βλέπει όλα ρόδινα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέζα όταν πιεις, ρε, θα ευφρανθείς κι όλα μες τον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις).