Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ωφέλιμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ωφέλιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ὠφέλιμος], ωφέλιμος·
- το τερπνόν μετά του ωφελίμου, βλ. λ. τερπνός.

τερπνός

τερπνός, -ή, -ο, επίθ. [<αρχ. τερπνός], τερπνός·
- συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος συνδυάζει τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία με το όφελος, το κέρδος ή τη μόρφωση: «ό,τι και να κάνει αυτός ο άνθρωπος, συνδυάζει πάντα το τερπνόν μετά του ωφελίμου κι έτσι είναι διπλά κερδισμένος || το διάβασμα συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, γιατί και περνάει κανείς ευχάριστα, αλλά και μορφώνεται».