Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπηρεσία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υπηρεσία, η, ουσ. [<αρχ. ὑπηρεσία], η υπηρεσία. 1. η ενεργός κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου, στρατιωτικού ή ανθρώπου των σωμάτων ασφαλείας, ο χρόνος της διάρκειά της καθώς και ο χώρος στον οποίο υπηρετεί: «είναι αξιωματικός υπηρεσίας || βρίσκεται στην υπηρεσία είκοσι χρόνια || αυτός ο άνθρωπος δε δουλεύει στην υπηρεσία μας». 2. ο υπηρέτης, ιδίως η υπηρέτρια σε σπίτι: «μόλις τους έτυχαν μερικά λεφτά, πήραν και υπηρεσία στο σπίτι!». 3. η εκδούλευση, η εξυπηρέτηση: «μια υπηρεσία σου ζήτησα κι εγώ μια φορά και μ’ έγραψες στα παλιά σου τα παπούτσια!». 4. η έκβαση των πραγμάτων, το μέλλον: «θα το δείξει η υπηρεσία σου, αν είσαι πραγματικά αυτό που λες!».