Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπηρέτης
υπηρέτης, ο, θηλ. υπηρέτρια, η, ουσ. [<αρχ. ὑπηρέτης], ο
υπηρέτης·
- οι ψηλοί είναι οι υπηρέτες των κοντών, λέγεται στην περίπτωση που ζητάμε
από ένα ψηλό άτομο να αφήσει ή να κατεβάσει κάποιο αντικείμενο από ένα σημείο το
οποίο δε φτάνουμε επειδή είμαστε κοντοί.