Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπάλληλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υπάλληλος, ο, η, ουσ. [<αρχ. ὑπάλληλος], ο υπάλληλος· (υποτιμητικά) άτομο που προσκολλάται σε κάποιον πλούσιο και του κάνει διάφορα θελήματα, με την ελπίδα πως θα αποκομίσει κάποιο όφελος: «κοτζάμ άντρας και είναι υπάλληλος του τάδε || γιατί να πάω να σου πάρω τσιγάρα, υπάλληλός σου είμαι;»·
- πεζοδρομιακός υπάλληλος, βλ. λ. πεζοδρομιακός.

πεζοδρομιακός

πεζοδρομιακός, -ή, -ό, επίθ. [<πεζοδρόμιο + κατάλ. -ακός], πεζοδρομιακός· (υποτιμητικά) που γίνεται, αναφέρεται ή που ταιριάζει στον απλό λαό, στον όχλο: «εγώ δεν κάνω πεζοδρομιακή πολιτική || να πάψουν, επιτέλους, αυτές οι πεζοδρομιακές εκδηλώσεις»·
- πεζοδρομιακός υπάλληλος, (ειρωνικά) αυτός που δεν κάνει τίποτα, που τεμπελιάζει, που το μόνο που κάνει δηλ., είναι να βολτάρει στο πεζοδρόμιο: «μην τον ρωτάς τι δουλειά κάνει, γιατί εδώ και χρόνια είναι πεζοδρομιακός υπάλληλος».