Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
όργια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

όργια, τα, ουσ. [<αρχ. τά ὄργια (= μυστηριακές τελετές)]. 1. οι ακολασίες: «κάθε βράδυ μαζεύονται στο σπίτι της τάδε και κάνουν όργια || κατηγορούνται για σεξουαλικά όργια». 2. ανήθικες πράξεις, καταχρήσεις, παρανομίες: «έχουν καταγγελθεί ένα σωρό κυβερνητικά όργια». 3. σε θέση επιρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ όμορφα, εξαιρετικά: «χτες βράδυ στο πάρτι του τάδε περάσαμε όργια || περάσατε καλά; -Όργια!»· βλ. και λ. όργιο.

όργιο

όργιο, το, ουσ. [εν. του αρχ. τά ὄργια]. 1. η ακολασία: «χτες βράδυ στο σπίτι του τάδε έγινε μεγάλο όργιο». 2. ανηθικότητα, κατάχρηση, παρανομία, ηθικός εκτραχηλισμός: «όργιο βίας και νοθείας || όργιο αυθαιρεσίας». 3. άτομο που είναι δύσκολο να συνεννοηθεί κανείς μαζί του, που είναι δύστροπο: «είναι πολύ όργιο ο τάδε κι αποκλείεται να μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του». 4. άτομο πολύ ανοιχτόκαρδο, πολύ ευχάριστο: «είναι πολύ όργιο ο φίλος σου, γι’ αυτό να τον ξαναφέρεις στην παρέα μας». 5. φιλική προσφώνηση σε άτομο (3, 4): «πού είσαι, ρε όργιο, κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». 6. σε θέση επιρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ όμορφα, εξαιρετικά: «στην εκδρομή μας περάσαμε όργιο». 7. στον πλ. τα όργια (βλ. λ.).