Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ομολογία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ομολογία, η, ουσ. [<αρχ. ὁμολογία], η ομολογία·
- κατά γενική ομολογία, βλ. φρ. κατά κοινή ομολογία·
- κατά κοινή ομολογία, όπως παραδέχονται ή όπως πιστεύουν όλοι: «το έργο κατά κοινή ομολογία, είναι ένα απ’ τα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας κινηματογραφίας».