οξεία
οξεία, η, ουσ.
[<αρχ. ὀξεῖα, θηλ. του επιθ. ὀξύς], η οξεία·
-
έχει οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
-
έχει οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα·
-
μη σου ξεφύγει καμιά οξεία! ειρωνικό πείραγμα σε άτομο που το βλέπουμε
να είναι βυθισμένο στη μελέτη, στην ανάγνωση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το πρόσεχε ή πιο σπάνια το σιγά·
- πάσχει από οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
- πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα·
-
τον βάρεσε οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
-
τον βάρεσε οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα.
μαλακίτιδα
μαλακίτιδα,
η, ουσ. [<μαλακία + κατάλ.
-ίτιδα], φανταστική ασθένεια από την οποία πάσχει ο μαλάκας: «έχει τέτοια
μαλακίτιδα, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
-
έχει οξεία μαλακίτιδα, βλ. φρ. πάσχει
από οξεία μαλακίτιδα·
-
πάσχει από οξεία μαλακίτιδα, είναι
πολύ μεγάλος μαλάκας: «δεν τον υπολογίζει κανένας μέσα στην παρέα μας, γιατί
πάσχει από οξεία μαλακίτιδα»·
-
τον βάρεσε οξεία μαλακίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία μαλακίτιδα.
τεμπελίτιδα
τεμπελίτιδα, η, ουσ. [<τεμπέλης+ κατάλ. -ίτιδα], φανταστική
ασθένεια από την οποία πάσχει ο τεμπέλης: «έχει τέτοια τεμπελίτιδα, που
προτιμάει να πεθάνει απ’ την πείνα παρά να δουλέψει»·
-
έχει οξεία τεμπελίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα·
- πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα, είναι πολύ μεγάλος τεμπέλης: «τον
τελευταίο καιρό πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για
τη δουλειά του»·
-
τον βάρεσε οξεία τεμπελίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα.