Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ονοματίζω
ονοματίζω, ρ. [μτγν. ὀνοματίζω], ονομάζω, αναφέρω κάποιον με το όνομά του: «όταν βρισκόμαστε σε κόσμο δε θέλω να μ’ ονοματίζεις».
ονοματίζω, ρ. [μτγν. ὀνοματίζω], ονομάζω, αναφέρω κάποιον με το όνομά του: «όταν βρισκόμαστε σε κόσμο δε θέλω να μ’ ονοματίζεις».