Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ολίγος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ολίγος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ὀλίγος], λίγος: «ολίγη μανέστρα», δηλ. όχι κανονική μερίδα, αλλά λιγότερη·
- δι’ ολίγων, βλ. συνηθέστ. εν ολίγοις·
- είναι και ολίγον χωροφύλαξ και ολίγον αστυφύλαξ, βλ. λ. χωροφύλακας·
- εν ολίγοις, με λίγα λόγια, εν συντομία: «μπορείς να μας πεις εν ολίγοις πώς έγιναν τα πράγματα;»·
- εντός ολίγου, σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο: «θα επιστρέψω εντός ολίγου»·
- με ολίγη (ενν. ζάχαρη), καφές που ψήνεται με λίγη ζάχαρη, που δεν είναι πολύ γλυκός: «τον καφέ του τον πίνει πάντα με ολίγη»·
- ολίγον κατ’ ολίγον, σιγά σιγά, βαθμιαία, λίγο λίγο: «το πρωί ήταν κατάμαυρος ο ουρανός, αλλά ολίγον κατ’ ολίγον άνοιξε ο καιρός»·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- ουκ ολίγος, πολύς σε ποσό ή αριθμό: «στο γάμο της κόρης του ξόδεψε ουκ ολίγα || στη συγκέντρωση ήταν ουκ ολίγοι»·
- παρ’ ολίγο, λίγο έλειψε να…, παραλίγο: «οδηγούσα απρόσεκτα και παρ’ ολίγο να πατούσα έναν πεζό μέσα στη διάβαση»·
- προ ολίγου, πριν από λίγο χρονικό διάστημα: «προ ολίγου ήταν εδώ».

λωλός

λωλός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. λωλός < αρχ. ὀλολώς, μτχ. του ρ. ὄλλυμαι]. 1. που δε στέκει καλά στα μυαλά του, που είναι ανόητος, τρελός, παλαβός, απερίσκεπτος: «δε δίνει κανείς βάση στα λεγόμενά του, γιατί είναι λωλός ο άνθρωπος». 2. που έχει ξελογιαστεί, που έχει χάσει το μυαλό του από ερωτικό πάθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, είναι λωλός μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω. Μ’ έχει λωλό το Ερινάκι με το μουσμουλί γοβάκι
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, ο ανόητος άνθρωπος με τη συμπεριφορά του προβάλλει χωρίς να καταλαβαίνει την ανοησία του: «ό,τι βλακεία σκέφτεται την κάνει στη στιγμή, γιατί ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει»·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, ο καθένας λίγο πολύ έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του: «κανένας μας δεν είναι τέλειος γιατί, όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ».

χωροφύλακας

χωροφύλακας, ο, πλ. χωροφύλακες κ. χωροφυλάκοι, ουσ. [<μτγν. χωροφύλαξ], ο χωροφύλακας. (Λαϊκό τραγούδι: μπάτσοι και χωροφυλάκοι, βρε, μας ξουρίσαν το μουστάκι)· (για τάβλι) το επιπλέον πούλι που βάζει ο παίχτης πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω σε δική του πόρτα για να μπορεί να χτυπήσει νέο πούλι του αντιπάλου του χωρίς να ξεπλακώσει: «ευτυχώς που είχα χωροφύλακα και τον έπιασα χωρίς να ξεπλακώσω». Συνών. καβαλάρης (2)·
- για να μη στείλεις το χωροφύλακα, έκφραση αστεϊσμού με την οποία επιστρέφουμε στην ημερομηνία που έχουμε συμφωνήσει ή και νωρίτερα από αυτή τα δανεικά χρήματα τα οποία έχουμε πάρει από κάποιον·
- δε θέλω χωροφύλακα ή δε θέλουμε χωροφύλακα, βλ. φρ. χωροφύλακα σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε χωροφύλακα ή δε σε βάλανε χωροφύλακα, βλ. φρ. χωροφύλακα σε βάλαμε(;)·
- δε χρειαζόμαστε χωροφύλακα, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που θέλουμε να απαλλαγούμε από τον αδικαιολόγητο έλεγχό του για το πώς κινούμαστε ή πράττουμε: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνω, γιατί δε χρειαζόμαστε χωροφύλακα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- είναι και με το ληστή και με το χωροφύλακα, βλ. φρ. είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ·
- είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ, ειρωνική έκφραση σε άτομο που δεν εκφέρει καθαρά τη γνώμη του, που επιχειρεί μια μεσοβέζικη τοποθέτηση σε κάποιο θέμα ώστε να μην εκτεθεί ή και να ωφεληθεί: «για να μη χαλάσει το χατίρι κανενός, επειδή είναι φίλοι του είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ»·
- είναι και ολίγον χωροφύλαξ και ολίγον αστυφύλαξ, βλ. φρ. είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ·
- κάνω το χωροφύλακα, επιτηρώ κάποιον αυστηρά για να μην παρεκτραπεί ή για να δω αν τηρεί ορισμένους κανόνες: «θέλω να είσαι εντάξει εκεί που θα πας, γιατί δε θέλω σε σένα να κάνω το χωροφύλακα»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- τι φοβάσαι, μη στείλω το χωροφύλακα; έκφραση αστεϊσμού που απευθύνουμε στο άτομο που μας επιστρέφει στη συμφωνημένη ημερομηνία ή και νωρίτερα από αυτή τα χρήματα που του δανείσαμε·  
- χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που σε μια διαφορά ή σε έναν διαπληκτισμό μας με κάποιον, παίρνει απρόσκλητος το μέρος του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο: «εγώ έχω την εντύπωση πως έχεις άδικο  -Εσένα τι σ’ ενδιαφέρει, χωροφύλακα σε βάλαμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή το εσύ τι χώνεσαι. Συνών. δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; / καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; / κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; / ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε;