Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
Ιουδαίος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

Ιουδαίος, ο, θηλ. Ιουδαία, η, ουσ. [<μτγν. Ἰουδαῖος <εβρ. Yehudhi], ο Ιουδαίος·
- διά τον φόβο(ν) των Ιουδαίων, βλ. λ. φόβος·
-περιπλανώμενος Ιουδαίος, βλ. λ. περιπλανώμενος.

περιπλανώμενος

περιπλανώμενος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. περιπλανώμαι], που περιφέρεται σε διάφορους τόπους ή που έχει χάσει τον προσανατολισμό του. (Λαϊκό τραγούδι: περιπλανώμενος γυρνώ απ’ το ’να μέρος στ’ άλλο· έχω μαράζι στην καρδιά, που ’ναι πολύ μεγάλο
- περιπλανώμενος Ιουδαίος, α. άνθρωπος που δεν έχει μόνιμη κατοικία, που είναι καταδικασμένος να περιφέρεται σε διάφορους τόπους και να μη ριζώνει πουθενά: «παράτησε τους γέρους γονείς του και γύριζε χρόνια μέσα στην ξενιτιά σαν περιπλανώμενος Ιουδαίος». β. (ειρωνικά ή επιτιμητικά) χαρακτηρισμός του τεμπέλη που γυρίζει, που περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί και ζει συνέχει μέσα στη φτώχεια και την ταλαιπωρία: «μην τον υπολογίζεις αυτόν για τη δουλειά σου, γιατί είναι περιπλανώμενος Ιουδαίος». Αναφορά σε ήρωα διαφόρων χριστιανικών θρύλων, που αρχή έχουν την Κωνσταντινούπολη τον 4ο μ.Χ. αιώνα.