Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ιστορία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ιστορία, η, ουσ. [<αρχ. ἱστορία], η ιστορία. 1. υπόθεση που τραβάει σε μάκρος: «θα κρατήσει πολύ ακόμα αυτή η ιστορία;». 2. μπελάς, βάσανο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη κατάσταση: «δε θα σε πάρω μαζί μου, γιατί μου δημιουργείς συνέχεια ιστορίες || έμπλεξα με μια ιστορία και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». 3. το ψέμα: «άσε τις ιστορίες και πες μου την αλήθεια». 4. φανταστική διήγηση, φαντασιοπληξία: «τι ιστορίες είναι αυτές που μου λες!». 5α. το πρόσωπο με το οποίο έχουμε ερωτική σχέση: «έχω ραντεβού με την ιστορία μου, όχι όμως του Παπανδρέου, αλλά με τη δικιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου,αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσαι αρρώστια μου μες τα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). β. η ερωτική σχέση: «είχα μια ιστορία με την τάδε, αλλά είναι καιρός που το διαλύσαμε». (Τραγούδι: στην ιστορία μας ο φίλος αυτός, είχε έναν ρόλο παίξει τελευταίο κι όπως με κοίταζε στα μάτια σκυφτός, μ’ έκανε αγάπη μου αδιάκοπα να κλαίω). Υποκορ. ιστοριούλα, η. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, δημιουργώ κακό προηγούμενο από άστοχη ενέργειά μου, δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «αφού άνοιξες ιστορίες μ’ αυτόν τον άνθρωπο, δε σε καλοβλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: οι κακές πληροφορίες, σου ανοίξαν ιστορίες
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση: «αυτό που λες είν’ άλλη ιστορία, για την οποία έχω πλήρη άγνοια». (Λαϊκό τραγούδι: αιτία ήταν η τιμή που χάθηκε η Τροία, το δείξαν οι αρχαίοι μας που ’χαν πυγμή κι αντρεία κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είν’ άλλη ιστορία). Συνών. αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- για να τελειώνει η ιστορία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δίνουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση που συνήθως δε μας ευνοεί ή δε μας συμφέρει, ή για να δώσουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση, που μας ενοχλεί ή μας προβληματίζει: «όταν αντιληφθώ πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με κάποιον, υποχωρώ για να τελειώνει η ιστορία || στην περίπτωση που πρόκειται να γίνει καβγάς και να ’χουμε τραβήγματα με τις αστυνομίες, κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να τελειώνει η ιστορία || επειδή καιρό βρισκόμαστε σε συνεχείς διενέξεις, έδωσα όπως όπως ένα τέλος για να τελειώνει η ιστορία ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. έκλεισε η ιστορία·
- γράφω ιστορία, α. εκτελώ τόσο σημαντικό έργο ή μου συμβαίνει τόσο σπουδαίο ή παράξενο γεγονός, που θα μείνει στις επερχόμενες γενιές ή που θα μνημονεύομαι από τις επερχόμενες γενιές: «με την κατασκευή του Μετρό η κυβέρνηση γράφει ιστορία || έγραψε ιστορία με τις ανδραγαθίες του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψει και η ιστορία). β. καταγράφω διάφορα προσωπικά που έχουν σχέση με τον περίγυρό μου ή καταγράφω διάφορα γενικά συμβάντα που επηρεάζουν την κοινωνία: «πρώτα κάνει ένα σωρό βλακείες κι ύστερα κάθεται και γράφει ιστορία για να θυμάται». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή καρδιά που μένεις μοναχή στου κόσμου την κακία, καρδιά πικρή της πίκρας πάρε το χαρτί και γράψε ιστορία
- είναι μια πονεμένη ιστορία, βλ. λ. πονεμένος·
- έκλεισε η ιστορία, η υπόθεση ή ο ερωτικός δεσμός έπαψε να υπάρχει, δεν υφίσταται πια: «τι γίνεται με τη μήνυση που σου είχε κάνει ο τάδε; -Έκλεισε η ιστορία || τι γίνεται με την τάδε; -Έκλεισε η ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, καλείται να αντιμετωπίσει μια σπουδαία και καθοριστική υπόθεση, που θα έχει αντίκτυπο στο μέλλον του. Συνήθως χρησιμοποιείται για συλλογικές προσπάθειες ή από πολιτικούς: «η χώρα μας πρέπει να πετύχει οπωσδήποτε στους Ολυμπιακούς του 2004, γιατί έχει ραντεβού με την ιστορία || την Κυριακή η ομάδα μας έχει ραντεβού με την ιστορία, γιατί, αν κερδίσει, θα παίξει για πρώτη φορά στο τελικό της διοργάνωσης». Επίσης υπήρξε ένα από τα πρώτα συνθήματα του πασοκικού κινήματος, πριν αναλάβει για πρώτη φορά την εξουσία το 1981·
- έχω ιστορίες, έχω προβλήματα, έχω μπελάδες με κάποιον ή με κάτι: «αν θα ’ρθει ο τάδε στην εκδρομή, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί έχω ιστορίες μαζί του || έχω ιστορίες με τ’ αυτοκίνητό μου και το τρέχω κάθε τόσο στο συνεργείο». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες
- η ιστορία δε γυρίζει πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «το θέμα είναι πως ο γιος του σκοτώθηκε κι απ’ ό,τι ξέρεις, η ιστορία δε γυρίζει πίσω»·
- ιστορίες για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους ή ιστορίες για αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες ή ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία ή ιστορίες για Ινδιάνους ή ιστορίες με Ινδιάνους ή ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα ή ιστορίες για φίδια ή ιστορίες με φίδια, λέγεται στην περίπτωση που ακούγονται από κάποιον απίθανα, απίστευτα, απαράδεκτα πράγματα, που υποτιμούν τη νοημοσύνη μας: «μας έλεγε μια ώρα ιστορίες για αγρίους κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε, καθόμασταν και τον ακούγαμε». (Τραγούδι: για κυρίες και κυρίους ιστορίες για αγρίους, θα ακούσεις, θα γελάσεις και το νόημα θα χάσεις
- και τελειώνει η ιστορία, βλ. φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. κάνω θέμα, λ. θέμα·
- κάνω ιστορίες, δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ φασαρίες: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου πάμε, κάνει ιστορίες»·
- καυτή ιστορία, υπόθεση με ερωτικό περιεχόμενο ιδιαίτερα προκλητικό, ερεθιστικό: «κάνουμε πώς και πώς να ’ρθει στην παρέα μας, γιατί μας διηγείται διάφορες καυτές ιστορίες επώνυμων ανθρώπων»·
- λέει την ιστορία της ζωής του, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δίνει υπερβολικά μεγάλη έκταση σε κάποια διήγησή του: «του ζητήσαμε να μας πει πώς πέρασαν στην εκδρομή κι αυτός μας λέει την ιστορία της ζωής του»·
- μεγάλη ιστορία, υπόθεση που απαιτεί χρόνο και διάθεση για να εξιστορηθεί από κάποιον, γιατί είναι πολύπλοκη ή μπερδεμένη: «τι έγινε με κείνη την υπόθεση; -Τι να σου λέω, μεγάλη ιστορία»·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε ιστορίες»·
- παλιά ιστορία, γεγονός που διαδραματίστηκε κάποτε στο παρελθόν και ιδίως ερωτικός δεσμός: «δε μιλιόμαστε, γιατί έχουμε μια παλιά ιστορία που δε λέμε να την ξεπεράσουμε || δεν έχω τίποτα τώρα με την κυρία, αλλά τη χαιρετώ, γιατί είναι μια παλιά ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια αγάπη καινούρια θα χαράξω πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία, βλ. λ. θέση·
- ροζ ιστορία, βλ. λ. ροζ·
- το κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. το κάνω θέμα, λ. θέμα·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ποτάμι.

πονεμένος

πονεμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. πονώ], πονεμένος. 1. (για πρόσωπα) που έχει δοκιμάσει πολλές στενοχώριες, πολλές πίκρες στη ζωή του: «όλοι δείχνουμε κατανόηση στις παραξενιές του, γιατί είναι πολύ πονεμένος άνθρωπος». 2. που φανερώνει θλίψη, στενοχώρια: «του ’ριξε μια πονεμένη ματιά». 3. (για μέλη του σώματος) που πονάει: «πρόσεχε το δεξί μου πόδι, γιατί είναι πονεμένο». Επίρρ. πονεμένα·
- είναι μια πονεμένη ιστορία, α. λέγεται για κάποιον ή για κάτι, που προκαλεί θλίψη, στενοχώρια: «μην ενοχλείς τον άνθρωπο, γιατί είναι μια πονεμένη ιστορία || μην του κάνεις κουβέντα για το γάμο του, γιατί είναι μια πονεμένη ιστορία». β. (ειρωνικά) λέγεται για οτιδήποτε μας δημιουργεί προβλήματα ή δυσάρεστες καταστάσεις: «δε θα σας πω, βέβαια, τι έγινε, μόλις διαβάστηκε στους κληρονόμους η διαθήκη, γιατί είναι μια πονεμένη ιστορία».

ποτάμι

ποτάμι, το, ουσ. [<μσν. ποτάμιν <μτγν. ποτάμιον, υποκορ. του ουσ. ποταμός], το ποτάμι· ως επίρρ. (για υγρά, ιδίως για νερό) άφθονα, σαν ποτάμι: «έσπασε ο σωλήνας της ύδρευσης κι έτρεχε το νερό ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στα πόδια μου ποτάμι το νερό, με παράπονο κοιτώ τον ουρανό)· βλ. και λ. ποταμός. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ας τα πάρει το ποτάμι! ας ξεχάσουμε όλα όσα ήταν αιτία που μας έκαναν να μαλώσουμε και ας μονοιάσουμε ξανά: «είναι άδικο τόσα χρόνια φίλοι και να μη μιλάμε για μια ηλίθια παρεξήγηση, γι’ αυτό ας τα πάρει το ποτάμι!»·
- ας το πάρει το ποτάμι! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως παραγράφουμε, πως συγχωρούμε κάποιον για κάτι κακό που μας έχει κάνει: «αφού αναγνώρισες το σφάλμα σου και μου ζητάς συγνώμη, ας το πάρει το ποτάμι!»·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε και όποιον πάρει το ποτάμι». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει η μπόρα / κι όποιον πάρει ο χάρος·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, συντελέστηκε γενική οικονομική καταστροφή σε ένα σύνολο ατόμων ή σε μια χώρα: «με την πρόσφατη οικονομική κρίση μας πήρε όλους το ποτάμι»·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. φρ. ας τα πάρει το ποτάμι(!)·
- να το πάρει το ποτάμι; ερώτηση σε κάποιον, στην περίπτωση που τον παιδεύουμε και δεν του λέμε κάτι που αποτελεί μυστικό ή τον έχουμε υποβάλει στη δοκιμασία ενός αινίγματος ή στη λύση ενός γρίφου και δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, με την έννοια να του την πούμε εμείς που τη γνωρίζουμε, για να πάψει να βασανίζεται άλλο. Συνών. φτύσ’ τα έξω(;)·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- παίρνει το ποτάμι (κάτι), καταστρέφεται, χάνεται, εξαφανίζεται κάτι: «όλες τις χαρές μας τις πήρε το ποτάμι || ευτυχώς όλες τις λύπες μας τις πήρε το ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: όνειρο ήταν η αγάπη αυτή, τώρα πια διάβηκε την πήρε το ποτάμι, όλα εσβήσανε κι έχουν γκρεμιστεί, δάκρυ και πίκρα όλα πήγανε χαράμι
- σιγανό ποτάμι, βλ. συνηθέστ. σιγανό ποταμάκι, λ. ποταμάκι·
- τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «ό,τι έγινε έγινε κι αν θες να ξέρεις, τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω»·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. φρ. τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, αυτός που έχει επίγνωση της ανωτερότητάς του, των γνώσεών του, της σοφίας του, δε μιλάει για τον εαυτό του, δεν αυτοπροβάλλεται: «είναι απ’ τους πιο άξιους δασκάλους της πανεπιστημιακής μας κοινότητας αλλά θέλει να περνάει απαρατήρητος, γιατί το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει». Συνών. τα μεγάλα δάση μένουν βουβά·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, τα πράγματα εξελίσσονται: «ο λαός μας θα πάει μπροστά, γιατί το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω». Μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου·
- τον πήρε το ποτάμι, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που χώρισε τον πήρε το ποτάμι || πώς να μην τον πάρει το ποτάμι με τις βλακείες που έκανε στη δουλειά του!». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε η μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια ομαδική τιμωρία που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια γενική κρίση υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «επειδή τ’ αφεντικό τους τους έπιασε να τεμπελιάζουν, έκανε περικοπές στο μισθό τους και τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, που το συγκεκριμένο μήνα έλειπε με άδεια || οι μετοχές που είχε επιλέξει ήταν οι μόνες που κρατούσαν στο χρηματιστήριο, αλλά με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, στο τέλος τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι || τους σκυλόβρισε ο διευθυντής τους, επειδή δεν του είχαν ετοιμάσει ακόμη τα σχέδια, κι όπως περνούσε απ’ το γραφείο ο τάδε, τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν η μπόρα·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, βλ. λ. ιδρώτας·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, βλ  λ. αίμα.
- χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, βλ. λ. δάκρυ.

χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο, το, ουσ. [<χρόνος + ντουλάπι],  δηλώνει το παρελθόν, τη λήθη: «έχει ξεθάψει απ’ το χρονοντούλαπο τα παλιά ερωτικά γράμματα και αναπολεί τα νιάτα του»·
- βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), παραμερίζω, αχρηστεύω, ξεχνώ κάτι, βάζω στο αρχείο κάτι: «ο ανακριτής έβαλε την υπόθεση στο χρονοντούλαπο || ο δημοκρατικός λαός έβαλε με την ψήφο του τη βασιλεία στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Υπήρξε η αγαπημένη προεκλογική φρ. του Ανδρέα Παπανδρέου·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), ξαναφέρνω στην επικαιρότητα, ξαναφέρνω σε χρήση κάτι: «ο ανακριτής έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο την υπόθεση, γιατί παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία || η κυβέρνηση έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας έναν μεταξικό νόμο περί απαλλοτριώσεων, για να περάσει το νομοσχέδιο στη Βουλή».