Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ιχθύς
ιχθύς,
ο, ουσ.
[<αρχ. ιχθύς], το ψάρι·
- κρατώ
σιγήν ιχθύος, βλ. φρ. τηρώ σιγήν ιχθύος·
- μένω
άφωνος ιχθύς, μένω απολύτως σιωπηλός, δε λέω απολύτως τίποτα: «σε όλο το
διάστημα που βρισκόταν μαζί μας έμενε άφωνος ιχθύς, γιατί κανείς δεν του
απηύθυνε το λόγο»· βλ. και φρ. τηρώ σιγήν ιχθύος·
-
τηρώ σιγήν ιχθύος, αποφεύγω
να πω ή να σχολιάσω οτιδήποτε, σιωπώ:
«ό,τι και να τον ρωτούσαν, τηρούσε σιγήν ιχθύος, γιατί δεν ήξερε ποιανού το
μέρος να πάρει».