ησυχάζω
ησυχάζω,
ρ. [<αρχ. ἡσυχάζω],
ησυχάζω. 1. δεν κάνω τίποτα, ηρεμώ και, κατ’ επέκταση, ξαπλώνω στο
κρεβάτι μου για να ξεκουραστώ ή για να κοιμηθώ: «κάθε μεσημέρι πρέπει να
ησυχάσει καμιά ωρίτσα». (Τραγούδι: είναι μεσάνυχτα κι όλη η φύση ησυχάζει,
μα ένας νέος που σπαράζει δεν κοιμάται, ξαγρυπνά). 2. παύω να
ανησυχώ, απαλλάσσομαι από κάτι ή από σκέψεις που με βασανίζουν: «αν δε γυρίσουν
τα παιδιά μου το βράδυ στο σπίτι, δεν ησυχάζω || μόλις γύρισαν τα παιδιά μου το
βράδυ στο σπίτι, ησύχασα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ησυχάζω, δεν μπορώ να
κοιμηθώ, σε σκέφτομαι και μου ’ρχεται να τρελαθώ). 3. πεθαίνω:
«ησύχασε σε βαθιά γεράματα». 4. (για μοναχούς) ασκητεύω, ακολουθώ τη
μοναστική ζωή: «πήγε να ησυχάσει στο Άγιο Όρος»·
- ησύχασε
το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- κι
ησύχασε, α. κατάφερε να επιτύχει αυτό που επιδίωκε: «επιτέλους μπήκε
στο πανεπιστήμιο κι ησύχασε». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση με τη
σημασία ηρέμησε: «τις έφαγε κι ησύχασε».