Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ηνία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ηνία, τα, ουσ. [<αρχ. πλ. τα ἡνία], τα ηνία·
- κρατώ τα ηνία, διοικώ, κυβερνώ, εξουσιάζω, ελέγχω κάποιον ή κάτι: «κρατώ τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας || κρατώ τα ηνία της διοίκησης του εργοστασίου»·
- παίρνω τα ηνία, αναλαμβάνω τη διοίκηση, την εξουσία, τον έλεγχο από κάποιον: «απ’ τη μέρα που πήρε τα ηνία ο τάδε, η δουλειά πηγαίνει όλο προς το καλύτερο || όταν πάρεις τα ηνία αυτής της υπόθεσης, δεν πιστεύω να ξεχάσεις τα φιλαράκια σου!».