Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ημέτερος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ημέτερος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἡμέτερος], ημέτερος. 1. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι ημέτεροι, οι δικοί μας άνθρωποι, όλοι όσοι ανήκουν στη δική μας πολιτική παράταξη ή αυτοί που ανήκουν στο στενό περιβάλλον ενός κόμματος, που κολακεύουν τους ανώτερους για να αποκτήσουν την εύνοιά τους, με απώτερο σκοπό την απολαβή ιδιαίτερων προνομίων, το προσωπικό τους όφελος: «δεν ήξερα ότι είναι απ’ τους ημέτερους, γιατί, αν μου το ’χες πει, θα του έκανα ειδική τιμή || γέμισαν τα υπουργεία με τους ημέτερους κι ο τίμιος κοσμάκης στέκεται στην ουρά». 2. το ουδ. ως ουσ. το ημέτερον, (ενν. παιδίον), (ειρωνικά) ο Πόντιος: «κι εσύ το ημέτερον είσαι;».