Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ένεκα
ένεκα, πρόθ. [<αρχ. ἕνεκα <ἕνεκεν], (στη γλώσσα της αργκό, σε σύνταξη με ονομαστ. ή αιτιατ. αντί της γεν.) εξαιτίας, από ευθύνη, από φταίξιμο: «θα ’ρχόμουν κι εγώ μαζί σας, αλλά ένεκα τα παιδιά δεν μπόρεσα να ’ρθω».
ένεκα, πρόθ. [<αρχ. ἕνεκα <ἕνεκεν], (στη γλώσσα της αργκό, σε σύνταξη με ονομαστ. ή αιτιατ. αντί της γεν.) εξαιτίας, από ευθύνη, από φταίξιμο: «θα ’ρχόμουν κι εγώ μαζί σας, αλλά ένεκα τα παιδιά δεν μπόρεσα να ’ρθω».