έξοδος
έξοδος, η, ουσ. [<αρχ. ἔξοδος], η έξοδος· η
απομάκρυνση από ένα τόπο για λόγους αναψυχής ή η αναχώρηση από το σπίτι για
νυχτερινή διασκέδαση: «κάθε καλοκαίρι παρατηρείται μεγάλη έξοδος των
Θεσσαλονικέων προς τις ακτές της Χαλκιδικής || το βράδυ έχουμε έξοδο με την
παλιοπαρέα για να πάμε στα μπουζούκια»·
- έξοδος κινδύνου, ειδική πόρτα από την οποία μπορούν
να απομακρυνθούν με ασφάλεια τα άτομα που βρίσκονται σε κάποιο κλειστό χώρο,
όπου προέκυψε ξαφνικά κάποια επικίνδυνη κατάσταση: «μόλις εκδηλώθηκε η
πυρκαγιά, οι θαμώνες του κέντρου βγήκαν πανικόβλητοι από την έξοδο κινδύνου».
(Λαϊκό τραγούδι: η αστυνομία πάλι μπλόκο ετοιμάζει του περιθωρίου τα
σκουπίδια να μαντρώσει κι εσύ σε μια τρύπα ψάχνεις να ξεράσεις κι εγώ μια έξοδο
κινδύνου να με σώσει)·
- έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων, (ειρωνικά) η
συγκατάθεση της συζύγου προς το σύζυγό της για νυχτερινή διασκέδαση, ιδίως με
την παρέα του: «σήμερα παιδιά πάμε όπου θέλετε, γιατί έχω έξοδο μετά δημοσίων
θεαμάτων». Από τη γλώσσα του στρατού, όπου υπήρχε παλιότερα παρόμοια άδεια
εξόδου·
- κάνω έξοδο, (για τερματοφύλακες) απομακρύνομαι
ορμητικά από την εστία μου για να προλάβω να μπλοκάρω ή να αποκρούσω την μπάλα:
«μόλις χτυπήθηκε το κόρνερ, ο τερματοφύλακας έκανε έξοδο και απέκρουσε την
μπάλα με τις γροθιές του».