Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έναντι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έναντι, επίρρ. [<μτγν. ἔναντι], έναντι· ένα μέρος, ιδίως χρηματικού ποσού, που δίνεται ως προκαταβολή για κάποια αγορά ή ένα μέρος χρηματικού ποσού που δίνεται για εξόφληση χρέους: «θ’ αφήσω έναντι ένα ποσό κι όταν θα ’ρθω να πάρω το δαχτυλίδι, θα σου δώσω και τα υπόλοιπα ||  θα σου δώσω έναντι αυτό το ποσό και για τ’ άλλα που σου χρωστάω βλέπουμε».