Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έγκυος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έγκυος, η, ουσ. [<αρχ. ἔγκυος], η έγκυος·
- κάνω σαν έγκυος, α. γκρινιάζω, δυσανασχετώ: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μην κάνεις σαν έγκυος, κάθε φορά που αργώ λιγάκι». Από την εικόνα της εγκύου γυναίκας, που, με την παραμικρή δυσκολία που της τυχαίνει, φέρνει αναστάτωση στους δικούς της, γιατί λόγω της κατάστασής της την προσέχουν πολύ. β. επιθυμώ ξαφνικά και πολύ έντονα ένα φαγητό: «μόλις μου μύρισε τ’ αρνάκι φρικασέ, έκανα σαν έγκυος». Από το ότι η έγκυος, όταν σκεφτεί ή της μυρίσει κάποιο φαγητό, όλοι σκοτώνονται να της το δώσουν. (Λέγεται πως, αν δε φάει η έγκυος αυτό που επιθυμεί, το παιδί θα γεννηθεί με σημάδι ή ότι η έγκυος θα το αποβάλει).