Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ετοιμάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ετοιμάζω, ρ. [<αρχ. ἑτοιμάζω], ετοιμάζω· στην προστακτ. ετοιμάσου! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως υπολογίζει να του συμβεί κάτι καλό, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι πως αυτό αποκλείεται: «να δεις που θα ’ρθει να μου επιστρέψει τα δανεικά που του είχα δώσει. -Ετοιμάσου!», δηλ. αποκλείεται να συμβεί αυτό. Πολλές φορές, της λ. προτάσσεται το ναι.