Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εορτή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εορτή, η, ουσ. [<αρχ. ἑορτή], η εορτή· βλ. και λ. γιορτή·
- κατόπιν εορτής, καθυστερημένα, ιδίως μετά από κάποιο σπουδαίο γεγονός: «στο γάμο του τάδε έγινε μεγάλο γλέντι, αλλά, δυστυχώς για μένα, έφτασα κατόπιν εορτής».