Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εχθρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εχθρός κ. εχτρός κ. οχτρός, ο, ουσ. [<αρχ. επίθ. ἐχθρός], ο εχθρός. (Λαϊκό τραγούδι: στης φυλακής τα σίδερα είν’ οι καημοί γραμμένοι· εκεί γνωρίζοντ’ οι εχτροί κι οι φίλοι μπιστεμένοι // αχώριστα συντρόφια μας η κάμα και η τσίκα, τόνα σκοτώνει τον οχτρό και τ’ άλλο τρώει την πίκρα)· οτιδήποτε είναι βλαπτικό, καταστροφικό κάπου: «το τσιγάρο είναι εχθρός της υγείας || ο δάκος είναι εχθρός της ελιάς». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- για να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μου! α. λέγεται στην περίπτωση που κάνουμε κάποια επιτυχημένη, κάποια ενέργεια που μας ευνοεί: «εγώ θα σε παντρευτώ, έτσι, για να σκάσουν οι εχθροί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω εγώ δική μου για να σκάσουν οι εχθροί μου και θα ζω ευτυχισμένα, Ελενάκι μου με σένα)· βλ. και φρ. να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας(!)· 
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να μην επαναπαυτεί σε κάποια επιτυχία του, αλλά να προσπαθεί πάντα για ό,τι καλύτερο: «αν θα θυμάσαι πάντα πως εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, θα μπορέσεις να πετύχεις πολύ καλύτερα πράγματα στη ζωή σου»·  
- εχθρός του φτηνότερου είναι το καλύτερο, δηλώνει πως η ποιότητα υπερτερεί του φτηνού καταναλωτικού αγαθού·
- να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας! έκφραση που ανταλλάσσουν οι πότες την ώρα που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους· βλ. και φρ. για να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μου(!)·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! βλ. λ. φίλος·
- όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, μόλις απομακρυνθεί ο κίνδυνος, τότε όλοι κάνουν το γενναίο, τον ανδρείο: «μπροστά του κατουριόταν απ’ το φόβο του και τώρα που έφυγε μας κάνει τον καμπόσο, αλλά είναι γνωστό πως, όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι»·
- ούτε (και) στον εχθρό μου ή ούτε (και) στο χειρότερο εχθρό μου, λέγεται στην περίπτωση που απεύχομαι να πάθει ακόμη και ο (χειρότερος) εχθρός μου το κακό που έπαθα, γιατί είναι πέρα του δέοντος οδυνηρό: «ξέρεις τι είναι να χάνεις το παιδί σου στο άνθος της ηλικίας του; Ούτε και στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να μην τύχει. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε στον εχθρό μου να μην τύχει να ’χει τέτοια τύχη και μι’ αγάπη σαν και τη δική σου κι αυτός να πετύχει
- σε κάνει εχθρό του, δυσαρεστείται, θυμώνει πολύ, όταν του συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο που δεν του είναι επιθυμητός: «μόλις του πεις κάτι κακό για την αγαπημένη του ομάδα, σε κάνει εχθρό του»·
- σε πιάνει εχθρό του, βλ. συνηθέστ. σε κάνει εχθρό του· 
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, όταν υπάρχει ένας αλλά πολύ ισχυρός εχθρός, τότε όλοι οι φίλοι μαζί είναι ανήμποροι να βοηθήσουν: «πρέπει να λάβεις πολύ δραστικά μέτρα μ’ αυτόν που έμπλεξες, γιατί χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας».

αλήθεια

αλήθεια, η, ουσ. [<αρχ. ἀλήθεια], η αλήθεια. 1. η πραγματικότητα: «η αλήθεια είναι πως τα πράγματα έγιναν ακριβώς έτσι όπως τα λες». 2α. ως επίρρ., αληθινά, πραγματικά, αναμφισβήτητα: «τι ώρα είναι αλήθεια, γιατί μου φαίνεται πως είναι αργά || πόσα άτομα, αλήθεια, έβαλες μέσα, γιατί, μου φαίνεται, πως έβαλες πολύ περισσότερα απ’ αυτά που μου είπες || είναι, αλήθεια, ένας θαυμάσιος άνθρωπος». β. εισάγει αιφνιδιαστικά παρενθετική πρόταση σε κάποια κουβέντα: «σήμερα είχαμε πολύ καλές εισπράξεις· αλήθεια, ποιος έχει αυτά τα λεφτά;». 3α. σε θαυμαστικό τύπο με ειρωνική διάθεση αλήθεια! λέγεται όταν κάποιος συμπεραίνει κάτι που είναι ολοφάνερο, αναμφισβήτητο ή απλώς όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε τα λεγόμενα κάποιου. Συνήθως της λ. προτάσσεται το άντε ή το σώπα ή το καλέ άντε(ς) ή το καλέ σώπα ή το καλέ τι μας λες ή το καλέ τι μου λες: «αφού βλέπω τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, θα πρέπει να ’ναι μεσημέρι. -Άντε, αλήθεια! || αυτός ο κοντοπίθαρος, σακάτεψε στο ξύλο εκείνον το γίγαντα. -Καλέ άντε(ς) αλήθεια! || προχτές μ’ επισκέφθηκε ο υπουργός. -Καλέ σώπα, αλήθεια; || όλους εσάς μπορώ να σας νικήσω μ’ ένα χέρι. -Καλέ τι μου λες, αλήθεια; || καλέ τι μας λες, αλήθεια;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. β. σε ερωτηματικό τύπο αλήθεια; δηλώνει απορία ή έκπληξη με την έννοια, τι μου λες(;): «ο τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Αλήθεια; Ο πατέρας του παραπονιόταν πως δεν άνοιξε βιβλίο || τα ’μαθες πως τον άλλον μήνα παντρεύεται ο τάδε; -Αλήθεια; Αυτός, καθώς ξέρω, είναι κατά του γάμου». (Ακολουθούν 40 φρ.)· 
- αλήθεια κι απαλήθεια, α. αληθέστατα, αναμφισβήτητα: «είναι αλήθεια πως μπαγλάρωσαν τον τάδε; -Αλήθεια κι απαλήθεια». β. έκφραση αγανάκτησης: «αλήθεια κι απαλήθεια, δεν υποφέρεσαι άλλο». γ. πολλές φορές, δίνεται και ως απάντηση στο αλήθεια(;)·
- από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, από ανυστερόβουλο ή από αφελή άνθρωπο μαθαίνει κανείς την αλήθεια·
- βγήκε αλήθεια, επαληθεύτηκε: «ό,τι μου ’πε μέχρι τώρα ο τάδε, βγήκε αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: ο χωρισμός που μάντεψες δεν ήταν παραμύθια, όσο κι αν δεν τον πίστεψα, αυτός βγήκε στ’ αλήθεια
- για να πω (πούμε) την αλήθεια, για να μιλήσω χωρίς προκατάληψη, για να είμαι ειλικρινής: «για να πω την αλήθεια, φοβάμαι ν’ αναλάβω αυτή τη δουλειά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα βγάλω πέρα || για να πούμε την αλήθεια, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά για πάρτη μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- για να πω (πούμε) την καθαρή αλήθεια, βλ. φρ. για να πω (πούμε) την πάσα αλήθεια·
- για να πω (πούμε) τη μαύρη αλήθεια, για να μιλήσουμε με τη γλώσσα της αλήθειας ακόμα και αν αυτή είναι πολύ σκληρή και προξενεί στενοχώρια ή θλίψη: «για να πω τη μαύρη αλήθεια, ναι, αυτός που είναι ένοχος είναι ο αδερφός μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- για να πω (πούμε) την πάσα αλήθεια, για να πούμε απερίφραστα την αλήθεια, για να μιλήσουμε απροκάλυπτα με τη γλώσσα της αλήθειας, για να πούμε την ίδια την πραγματικότητα: «για να πούμε την πάσα αλήθεια, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Λαϊκό τραγούδι: να πω την πάσα αλήθεια εφώναξε βοήθεια μα πού να πάει κανείς
- για να πω (πούμε) την πικρή αλήθεια, βλ. φρ. για να πω (πούμε) τη μαύρη αλήθεια·
- δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που δείχνει, βλ. λ. καθρέφτης·
- ε μα την αλήθεια! α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα την αλήθεια, πολύ μ’ εκνεύρισες με τις βλακείες σου!». Συνών. ε μα την πίστη μου! / ε μα το Θεό! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο! β. έκφραση με την οποία συμφωνούμε με τα λεγόμενα του συνομιλητή μας: «είπε τόσες ανοησίες για μένα, που αν τον πιάσω στα χέρια μου θα τον σπάσω στο ξύλο. -Ε μα την αλήθεια!»·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, από τη στιγμή που η αλήθεια πολλές φορές είναι πικρή, γινόμαστε ενοχλητικοί, κακοί σε αυτόν που τη λέμε: «η αλήθεια πρέπει πάντα να λέγεται κι όμως, είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου»·   
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
- έχει μια δόση αλήθειας, βλ. λ. δόση·
- η αλήθεια είναι πικρή, η αλήθεια πληγώνει, προξενεί στενοχώρια, θλίψη: «θα σου πω τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν, αλλά θέλω να ξέρεις πως η αλήθεια είναι πικρή»·
- η αλήθεια είναι πως… ή η αλήθεια είναι ότι…, εισάγει έκφραση με την οποία αναγνωρίζουμε, παραδεχόμαστε ή ομολογούμε κάτι: «εσείς τον λέτε τεμπέλη, αλλά η αλήθεια είναι πως απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά || μπορεί να τον κατηγορείτε, αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι καλύτερος απ’ όλους σας || η αλήθεια είναι ότι εγώ φταίω»·
- η αλήθεια είναι σκληρή, βλ. φρ. η αλήθεια είναι πικρή·
- η αλήθεια θα λάμψει, θα αποδειχτεί αναμφίβολα: «έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη και στο δικαστήριο που θα γίνει, η αλήθεια θα λάμψει», στερεότυπη έκφραση δικαίων και αδίκων·
- η αλήθεια να λέγεται, χωρίς αμφιβολία, είναι σίγουρο: «θέλω να μου μιλήσεις με ειλικρίνεια, ήταν ο τάδε μπλεγμένος στην κομπίνα; -Η αλήθεια να λέγεται || έκανε πολλές προσπάθειες να κόψει το κάπνισμα, η αλήθεια να λέγεται, άσχετα αν δεν τα κατάφερε»·
- η αλήθεια τσούζει ή τσούζει η αλήθεια, η αλήθεια προξενεί πολλές φορές πόνο, στενοχώρια, θλίψη, πληγώνει ψυχικά το άτομο στο οποίο αναφέρεται: «στενοχωριέσαι τώρα μ’ αυτά που σου είπα, γιατί η αλήθεια τσούζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια·  
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- η γυμνή αλήθεια, που λέγεται όπως πραγματικά είναι, χωρίς συγκάλυψη, η ίδια η πραγματικότητα: «επειδή δε φοβάμαι κανέναν, θα πω τη γυμνή αλήθεια»·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- η μαύρη αλήθεια, αυτή που, όταν λέγεται, προξενεί στενοχώρια ή θλίψη, που είναι η ίδια η πραγματικότητα: «ο γιος σου έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Δεν ήξερα πώς να στο πω, αλλά αυτή είναι η μαύρη αλήθεια»·
- η πικρή αλήθεια, βλ. φρ. η μαύρη αλήθεια·
- η σκληρή αλήθεια, βλ. φρ. η μαύρη αλήθεια·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
- κάνω αλήθεια, ενεργώ, συμπεριφέρομαι αληθινά και όχι προσποιητά: «τώρα κάνει αλήθεια ότι πονάει τόσο πολύ ή μας κοροϊδεύει;»·
- λέω τη μισή αλήθεια, αποσιωπώ όλα εκείνα τα σημεία που δε με συμφέρουν ή που δε συμφέρουν σε κάποιον άλλον: «σ’ ακούω τόση ώρα που μιλάς, αλλά λες τη μισή αλήθεια, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να χάσει ο τάδε τη δουλειά του! || με συγχωρείς που επεμβαίνω, αλλά λες τη μισή αλήθεια, γιατί, όντως, έφταιξε ο φίλος μου που άρχισε τον καβγά, αλλά και ο δικός σου φίλος ήταν πολύ προκλητικός»·
- λέω την καθαρή αλήθεια, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς συγκαλύψεις: «όποτε χρειάζεται, λέω την καθαρή αλήθεια, χωρίς να επηρεάζομαι από κανέναν». Πολλές φορές, ακούγεται λέω την καθαρά αλήθεια·
- μα την αλήθεια! συνηθισμένος όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά  λέει: «μα την αλήθεια, δε φταίω εγώ». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- μα την αλήθεια…, εισάγει έκφραση δυσφορίας ή αγανάκτησης: «μα την αλήθεια, δε σ’ αντέχω άλλο! || μα την αλήθεια είσαι ανυπόφορος!»·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, βλ. λ. γλώσσα·
- ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει, βλ. λ. ψεύτης·
- όλα αλήθεια, όλα ψέματα, λέγεται στην περίπτωση που ακούμε δυο διαφορετικές απόψεις από δυο διαφορετικά άτομα, που ερίζουν για κάτι, με την έννοια πως αυτό που αναφέρεται ως αλήθεια από τον έναν, διαψεύδεται από τον άλλον οπότε, εμείς, δεν ξέρουμε ποιον και τι να πιστέψουμε: «εγώ τι να πω, ρε παιδιά, γιατί, όπως μου τα λέτε, όλα αλήθεια, όλα ψέματα»·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, αυτός που λέει την αλήθεια, δεν πρέπει να φοβάται τίποτα και κανέναν: «εγώ θα πω στο δικαστήριο αυτά που είδα κι άκουσα, γιατί όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια»·
- παίρνω για αλήθεια, θεωρώ πως είναι αλήθεια αυτό που μου λέει κάποιος: «αν πάρω για αλήθεια αυτά που μου λέει, τότε άδικα το μάλωσα το παιδί»·
- παίρνω στ’ αλήθεια, θεωρώ ως δεδομένο αυτό που μου λέει κάποιος: «μην παίρνεις στ’ αλήθεια πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι μόνο υποσχέσεις»·
- στ’ αλήθεια, α. (για παιχνίδια) απάντηση στην ερώτηση στ’ αλήθεια ή στα ψέματα; που δηλώνει την πρόθεση του αντίπαλου παίχτη σε κάποιο παιχνίδι, ιδίως στο τάβλι ή στα χαρτιά, πως το παιχνίδι θα έχει και κάποιο χρηματικό στοίχημα για το νικητή και δε θα είναι αποκλειστικά για ψυχαγωγία. Αντίθ. στα ψέματα. β. αλήθεια, αληθινά, πραγματικά, στην πραγματικότητα: «σίγουρα δεν το λες στ’ αλήθεια πως χώρισαν || καλά, στ’ αλήθεια, ήταν ο τάδε ο μοναδικός νικητής του τζόκερ; || έτσι έγιναν στ’ αλήθεια τα πράγματα;». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρεις πως την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια κι ας μην πιστεύει πως εγώ την αγαπώ στ’ αλήθεια
- στ’ αλήθεια ή στα ψέματα; (για παιχνίδια) ερωτηματική έκφραση σε αντίπαλο παίχτη αν το παιχνίδι που πρόκειται να παίξουμε, ιδίως τάβλι ή χαρτιά, θα έχει και κάποιο χρηματικό στοίχημα για το νικητή ή θα είναι αποκλειστικά για ψυχαγωγία·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, να μην ξεγελιέσαι από τα όμορφα ψέματα που σου πλασάρουν οι επιτήδειοι και να επιμένεις να υποστηρίζεις την αλήθεια: «θ’ ακούς πολλά να σου λένε κάθε τόσο εκεί που θα πας κι αφού σκεφτείς καλά και ζυγίσεις τα λόγια τους, την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι».

φίλος

φίλος, ο, θηλ. φίλη, η, ουσ. [<αρχ. φίλος], ο φίλος. 1. ο γκόμενος, ο εραστής, ο ερωμένος: «αυτός που βλέπεις, είναι ο φίλος της τάδε || μπορείς να την κολλήσεις, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν έχει φίλο». (Λαϊκό τραγούδι κάπου θα σμίξουμε, να καθαρίσουμε, κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου θα βγάλω). Με τη λ. φίλος, γίνεται και το εξής λογοπαίγνιο: φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο από φίλο κι είπε ο φίλος εις τον φίλο μην το δώσεις σ’ άλλο φίλο. 2. το θηλ. η φίλη, η ερωμένη, η γκόμενα: «δεν πάει πουθενά, αν δεν έχει μαζί του και τη φίλη του || τον είδα με τη φίλη του να κάνει βόλτες στα μαγαζιά». 3. στην κλητ. φίλε, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς μπορώ να πάω, ρε φίλε, σ’ αυτή τη διεύθυνση;». Υποκορ. φιλαράκι, το (βλ. λ.) και φιλαράκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 39 φρ.)·
- αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του, (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά) αποδέξου το φίλο σου με τις όποιες αδυναμίες μπορεί να έχει: «η πραγματική φιλία είναι ανυστερόβουλη, γι’ αυτό αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του»·
- αλάργα φίλε, βλ. λ. αλάργα·
- άλλοι κάνουν φίλους, κι άλλοι κάνουν φίδια, έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου που συνεχώς αποτυχαίνει οικτρά στους φιλικούς του δεσμούς·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, ο φίλος είναι ανεκτίμητος θησαυρός: «μη ζεις σαν κούτσουρο, κάνε γνωριμίες, πιάσε έναν φίλο, γιατί, αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι»·
- από μακριά και φίλοι, βλ. συνηθέστ. από μακριά κι αγαπημένοι, λ. αγαπημένος·
- από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος, βλ. φρ. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, θα πρέπει κανείς να προσπαθεί να έχει όσο γίνεται λιγότερα αφεντικά και περισσότερους φίλους, γιατί οι φίλοι είναι πάντοτε χρήσιμοι: «εγώ ξεκαθάρισα μέσ’ στη ζωή μου ένα απ’ τα πιο βασικά πράγματα που είναι, αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι»·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, βλ. λ. γιατρός·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. φρ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- δεν είμαι φίλος (+ γενική), α. (για ορισμένα φαγητά ή ποτά) δεν το προτιμώ, δε μου αρέσει: «δεν είμαι φίλος του μουσακά, γιατί είναι βαρύ φαγητό και μου δημιουργεί προβλήματα στο στομάχι || δεν είμαι φίλος της βότκας». β. (γενικά) δε μου αρέσει, δε με συγκινεί κάτι: «δεν είμαι φίλος των ταξιδιών || δεν είμαι φίλος των μπουζουκιών»·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, ο πραγματικός ο φίλος φαίνεται όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση και μάλιστα οικονομική: «όταν έχεις λεφτά μάτσο οι φίλοι γι’ αυτό, δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια»·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- έχω φίλη, (για άντρες) έχω ερωμένη: «τριγυρνώ με διάφορες, επειδή δεν έχω μόνιμη φίλη»·
- έχω φίλο, (για γυναίκες) έχω ερωμένο: «μα είναι δυνατό να μην έχεις φίλο κοτζάμ γυναίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο, μάζεψέ τα πια
- με το φίλο, φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, δηλώνει το ευμετάβλητο των ανθρώπινων σχέσεων·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, αυτός που εκ συστήματος προσποιείται σε κάποιον το φίλο με μόνο σκοπό να τον εκμεταλλεύεται, έρχεται η στιγμή που αποκαλύπτεται ο ρόλος του και αποπέμπεται οριστικά·
- μπρος φίλος και πίσω σκύλος, λέγεται για διπρόσωπο άτομο που, όταν είμαστε παρόντες, παριστάνει το φίλο, ενώ, όταν αποχωρούμε, μηχανεύεται το κακό μας: «μη μου παριστάνεις τον καλό, γιατί ξέρω πως είσαι μπρος φίλος και πίσω σκύλος». Συνών. μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους·
- ο διπρόσωπος ο φίλος είναι φίδι κολοβό, βλ. λ. φίδι·
- ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει, ο φίλος που αγαπά πραγματικά τον φίλο του, τον ελέγχει αυστηρά για τις πράξεις του: «δε θέλω να του χαϊδεύω τ’ αφτιά μόνο και μόνο για να μην τον στενοχωρήσω, γιατί ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει»·
- ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, η έμπρακτη απόδειξη της φιλίας είναι η συμπαράσταση στις δύσκολες στιγμές: «ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, γιατί, όταν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλοι φίλοι είναι!»·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, δηλώνει πως ο καλός ο φίλος είναι μεγάλο απόκτημα: «ανάμεσα σε χρήμα και σ’ ένα καλό φίλο επιλέγω το φίλο, γιατί όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό»· 
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον του οποίου οι φίλοι του συμπεριφέρονται περισσότερο εχθρικά παρά φιλικά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς, ο Θεός να σε φυλάει από φίλους γκαρδιακούς
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, ο κοινωνικός μας περίγυρος, η επιλογή των φίλων μας, διαμορφώνει και το χαρακτήρα μας, δείχνει και το ποιόν μας·
- τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, βλ. λ. πίτα·
- την έπιασε φίλη, (για άντρες) δημιούργησε μαζί της ερωτικό δεσμό: «ήταν από καιρό ερωτευμένος μαζί της, ώσπου στο τέλος κατάφερε και την έπιασε φίλη»·
- το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
- το μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους φίλους, βλ. λ. ψωλή·
- το φίδι φίλος δεν πιάνεται, βλ. λ. φίδι·
- τον έπιασε φίλο, (για γυναίκες) δημιούργησε μαζί του ερωτικό δεσμό: «ήταν από καιρό ερωτευμένη μαζί του, ώσπου στο τέλος κατάφερε και τον έπιασε φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: μου ρίχνεσαι χωρίς ντροπή, για να με ξελογιάσεις και φίλο να με πιάσεις, μαζί σου εγώ αν θα μπλεχτώ, το ξέρω θα καταστραφώ
- τον (την) κάνω φίλο (φίλη), συνδέομαι μαζί του (της) με φιλικό δεσμό: «όποιος είναι καλός και τίμιος, τον κάνω φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα σου δώσει ξύλο, από εχθρό τον κάνω φίλο
- φίλοι της κούπας, βλ. λ. κούπα·
- φίλοι της ταβέρνας, βλ. λ. ταβέρνα·
- φίλοι του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- φίλοι του μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
-φίλοι του ποτηριού, βλ. λ. ποτήρι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, λέγεται στην περίπτωση που παρά το φιλικό δεσμό δυο ατόμων, σε θέματα χρημάτων ή άλλων απολαβών υπάρχει μόνο το προσωπικό συμφέρον·   
- φίλοι φίλοι, καριοφίλι, βλ. λ. καριοφίλι·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός.