Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εργασία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εργασία, η, ουσ. [<αρχ. ἐργασία], η εργασία. 1. η δουλειά, το βιοποριστικό επάγγελμα: «κάθε μέρα πηγαίνει πολύ πρωί στην εργασία του». (Λαϊκό τραγούδι: όλη μέρα εργασία, κούραση κι ορθοστασία). 2. (ειρωνικά) ο αυνανισμός: «όταν δεν μπορεί να βρει γυναίκα, να ’ναι καλά η εργασία»·
- εργασία και χαρά, όλα πηγαίνουν καλά στη δουλειά, όλα δουλεύουν ρολόι. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει η δουλειά ή πώς πάνε οι δουλειές ·
- το ρίχνω στην εργασία, αυνανίζομαι: «αυτόν μην τον φοβάσαι, το ρίχνει στην εργασία και δεν έχει ανάγκη καμιά γυναίκα». Συνήθως συνοδεύεται από χαρακτηριστικές κινήσεις του χεριού με την παλάμη κλειστή που μιμείται την πράξη του αυνανισμού·
- στάση εργασίας, βλ. λ. στάση.

στάση

στάση, η, ουσ. [<αρχ. στάσις], η στάση. 1. προκαθορισμένο και μόνιμο σημείο ή τόπος όπου σταματά για λίγο κάποιο συγκοινωνιακό μέσο για την αποβίβαση ή την επιβίβαση των επιβατών: «επειδή ο καιρός ήταν βροχερός, σε κάθε στάση ανέβαιναν αρκετοί στο λεωφορείο || θα κάνουμε μια στάση στη Λάρισα». 2. ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς κάποια κατάσταση, η διαγωγή, η συμπεριφορά, το φέρσιμο: «η στάση σου ήταν αχαρακτήριστη || η στάση σου ήταν απαράδεκτη ||  στάση σου ήταν εχθρική || ευτυχώς η στάση σου ήταν θετική». (Λαϊκό τραγούδι: θες να φύγω το ’χω νιώσει με τη στάση σου αυτή που μου κρατάς και θα φύγω αυτή τη δόση, δεν αντέχω άλλο να με τυραννάς). 3. η θέση του σώματος ή των μελών κάποιου κατά τη σεξουαλική πράξη: «τα πιο πολλά ζευγάρια προτιμούν τη στάση του εξήντα εννιά, γιατί είναι μια στάση που ικανοποιεί απόλυτα και τα δυο φύλα». 4. η θέση του σώματος κάποιου σε φωτογράφηση ή, όταν ποζάρει για να τον ζωγραφίσουν: «όταν τον φωτογραφίζουν, παίρνει πάντα προκλητική στάση». 5. το σταμάτημα της εργασίας για σύντομο χρονικό διάστημα: «θα διαρκέσει πολύ η στάση των εργαζομένων;»·
- είμαι σε στάση αναμονής, περιμένω έτοιμος για κάτι: «είπε πως θα περάσει να με πάρει, κι είμαι σε στάση αναμονής μέχρι να ’ρθει»·
- κάνε στάση, ειρωνική προτροπή σε κάποιον που μιλάει πολύ να πάψει να μιλάει: «κάνε στάση, ρε παιδάκι μου, να μιλήσει και κανένας άλλος». Από την εικόνα του επιβάτη τροχοφόρου συγκοινωνιακού μέσου, που ζητάει από τον οδηγό ή τον εισπράκτορά του να σταματήσει στο προκαθορισμένο σημείο ή τόπο για να κατέβει·
- κρατώ ουδέτερη στάση, δεν υποστηρίζω κανένα από δυο άτομα ή από δυο ομάδες ατόμων: «όταν μαλώνουν τα δυο αδέρφια, κρατώ ουδέτερη στάση»·
- κρατώ σκληρή στάση, μένω αδιάλλακτος στις θέσεις, τις απαιτήσεις ή τις διεκδικήσεις μου: «οι δυο αντιπροσωπείες κράτησαν σκληρή στάση με αποτέλεσμα να διακοπούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες»·
- κρατώ στάση, α. φέρομαι, συμπεριφέρομαι, αντιμετωπίζω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο κάποια κατάσταση: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, κρατώ στάση εχθρική απέναντί του». (Λαϊκό τραγούδι: τη στάση που κρατάς δε τη γουστάρω, κι αν θες γυναίκα με στεφάνι να σε πάρω). β. εμμένω στις αρχικές μου ιδέες, στις αρχικές μου απόψεις: «αν πει κάτι, κρατάει στάση μέχρι το τέλος». γ. αποφεύγω επιδεικτικά κάποιον: «θέλω να μου πεις, σ’ έκανα τίποτα και μου κρατάς στάση;»·
- κρατώ στάση αναμονής, δεν επεμβαίνω, μέχρι να ξεκαθαρίσει μια κατάσταση, για να ενεργήσω μετά εκ του ασφαλούς: «η αγορά είναι άνω κάτω και κρατώ στάση αναμονής, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, για να κινηθώ αναλόγως»·
- σε στάση προσοχής, βλ. λ. προσοχή·
- στάση εργασίας, μορφή απεργιακής κινητοποίησης των εργαζομένων που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: «τα συνδικάτα ανήγγειλαν προειδοποιητικές στάσεις εργασίας»·
- στάση πληρωμών, προσωρινή διακοπή, παύση πληρωμών σε υπαλλήλους ή συνεργάτες λόγω οικονομικής αδυναμίας: «η επιχείρηση ανακοίνωσε στάση πληρωμών».