Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιτυχία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιτυχία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιτυχία], η επιτυχία. α. (για τραγούδια) που αρέσει πολύ στο κοινό, που έγινε σουξέ: «το τελευταίο τραγούδι του τάδε τραγουδιστή είναι επιτυχία». β. (για βιβλία) που διαβάζεται από πολύ κόσμο, που έγινε μπεστ σέλερ: «όλα τα βιβλία αυτού του συγγραφέα είναι επιτυχία || μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του, έγινε κιόλας επιτυχία». γ. (για θεατρικές παραστάσεις) που συρρέει πολύς κόσμος για να τη δει: «το τάδε θεατρικό έργο έγινε μεγάλη επιτυχία». δ. (γενικά) ό,τι έχει μεγάλη ανταπόκριση στον κόσμο, στο καταναλωτικό κοινό: «είχε μεγάλη επιτυχία το τάδε εμπόρευμα που έριξε στην αγορά || αυτό το αυτοκίνητο είχε μεγάλη επιτυχία». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δεκατρείς επιτυχίες, (για προπό) βλ. λ. δεκατριάρι·
- δώδεκα επιτυχίες, (για προπό) βλ. λ. δωδεκάρι·
- είναι επιτυχία, λέγεται για κάποιο αποτέλεσμα που θεωρείται επιτυχημένο: «το να περάσει πρώτος στο πανεπιστήμιο ανάμεσα σε τόσους υποψήφιους είναι επιτυχία || είναι επιτυχία γι’ αυτόν τον άνθρωπο που μπόρεσε να σπουδάσει ενώ παράλληλα δούλευε»·
- έντεκα επιτυχίες, (για προπό) βλ. λ. εντεκάρι·
- έξι επιτυχίες, (για λότο) βλ. λ. εξάρι·
- έχω επιτυχία, κάνω, πραγματοποιώ κάτι που  γίνεται  αισθητό ευνοϊκά, πετυχαίνω σε αυτό που κάνω: «ο χορός των αποφοίτων είχε μεγάλη επιτυχία || η προεκλογική του εκστρατεία είχε επιτυχία, γι’ αυτό και ψηφίστηκε απ’ τον κόσμο»·
- έχω επιτυχίες, (και για τα δυο φύλα) άτομα του άλλου φύλου δείχνουν μεγάλο ερωτικό ενδιαφέρον για μένα: «ο γιος του είναι πολύ ομορφόπαιδο κι έχει πολλές επιτυχίες || η κόρη του είναι μια καλλονή κι όπου πάει έχει επιτυχίες»·
- καλή επιτυχία! ευχή σε μαθητή, σε σπουδαστή ή σε άλλον που πάει να εξεταστεί ή να διαγωνιστεί σε κάτι, με την έννοια να έχει θετικά αποτελέσματα, ή σε κάποιον που αρχίζει κάτι, με την έννοια να ευοδωθεί η προσπάθειά του ή σε κάποιον που πηγαίνει να εγχειριστεί ή να πάρει κάποια ιατρικά αποτελέσματα με την έννοια να μην υπάρξει κάτι δυσάρεστο. Δεν απευθύνεται σε ηθοποιό θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως φέρνει γρουσουζιά, γι’ αυτό, ως ευχή δίνεται το να σπάσεις το πόδι σου! ή το σκατά! ή διάφορα άλλα αρνητικά· βλ. και φρ. καλή ψαριά! λ. ψαριά· 
- κάνω επιτυχία, (για τραγουδιστές, συγγραφείς, ηθοποιούς) δημιουργώ έργο που αρέσει πάρα πολύ στο κοινό: «ο τάδε τραγουδιστής κυκλοφόρησε τον καινούριο του δίσκο κι έκανε επιτυχία || ο συγγραφέας των αστυνομικών μυθιστορημάτων έκανε πάλι επιτυχία με το καινούριο του βιβλίο || κάθε βράδυ αυτός ο ηθοποιός κάνει επιτυχία στο ρόλο του εραστή, στο έργο του τάδε συγγραφέα, που παίζεται στο θέατρο της πόλης μας»·
- πάω από επιτυχία σε επιτυχία, έχω διαδοχικές επιτυχίες, πετυχαίνω συνεχώς: «φτύσε με να μη με ματιάσεις, γιατί τον τελευταίο καιρό πάω από επιτυχία σε επιτυχία»·
- σημειώνω επιτυχία, βλ. φρ. έχω επιτυχία·
- σημειώνω επιτυχίες, (και για τα δυο φύλα) βλ. φρ. έχω επιτυχίες.   

δεκατριάρι

δεκατριάρι, το, ουσ. [<δέκα + τριάρι], η ανώτατη πετυχημένη και πιο κερδοφόρα πρόβλεψη στο δελτίο του προπό·
- βγάζω δεκατριάρι, βλ. φρ. πιάνω δεκατριάρι·
- πιάνω δεκατριάρι, πετυχαίνω σωστά τα αποτελέσματα και των δεκατριών αγώνων στο δελτίο του προπό και παίρνω τα κέρδη του τυχερού παιχνιδιού: «ο τάδε έπιασε δεκατριάρι και κέρδισε ένα σεβαστό ποσό».

δωδεκάρι

δωδεκάρι, το, ουσ. [αριθμητ. δώδεκα], το δωδεκάρι· η δεύτερη κατά σειρά επιτυχίας πρόβλεψη στο προπό, μετά το δεκατριάρι·
- βγάζω δωδεκάρι, βλ. φρ. πιάνω δωδεκάρι·
- πιάνω δωδεκάρι, κάνω λάθος στην πρόβλεψη του αποτελέσματος ενός αγώνα και χάνω το δεκατριάρι, με αποτέλεσμα να κερδίσω μεν, λιγότερα όμως χρήματα: «ο τάδε έπιασε δωδεκάρι».

εντεκάρι

εντεκάρι κ. ενδεκάρι, το, ουσ. [<έντεκα + κατάλ. -άρι], το εντεκάρι· η τρίτη και τελευταία κατά σειρά επιτυχίας πρόβλεψη στο προπό, μετά το δεκατριάρι και το δωδεκάρι, που παίρνει και τα λιγότερα κέρδη·
- βγάζω εντεκάρι ή πιάνω εντεκάρι, επί συνόλου δεκατριών αγώνων στο δελτίο του προπό προβλέπω σωστά τους έντεκα, με αποτέλεσμα να κερδίσω, αλλά πολύ λίγα χρήματα: «όταν βγάζει εντεκάρι, ούτε που πάει στο προποτζίδικο να το εξαργυρώσει».

εξάρι

εξάρι, το, ουσ. [<αριθμητ. έξι + κατάλ. -άρι]. 1. το χαρτί της τράπουλας με τον αριθμό έξι: «το τελευταίο φύλλο που τράβηξα ήταν εξάρι». 2. η επιτυχία έξι προβλέψεων στο λότο: «είχε το μοναδικό εξάρι και πήρε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και λ. εξάρες·
- βγάζω εξάρι, πετυχαίνω έξι σωστές προβλέψεις στο λότο και κερδίσω πολλά χρήματα: «έβγαλε εξάρι και χέστηκε στο τάλιρο»·
- πιάνω εξάρι, βλ. φρ. βγάζω εξάρι.