Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιστήμη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επιστήμη, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιστήμη], η επιστήμη· υπερβολικός χαρακτηρισμός για μια ορισμένη εμπειρική γνώση ή δραστηριότητα: «το καλό γαμήσι είναι επιστήμη»·
- ανάγω σε επιστήμη (κάτι), κάνω κάτι, ιδίως παράνομο ή όχι θεμιτό, πολύ συστηματικά, πολύ μεθοδικά ώστε να έχει σίγουρο αποτέλεσμα: «έχει αναγάγει την κλεψιά σε επιστήμη || αυτός ο άνθρωπος έχει αναγάγει την απατεωνιά σε επιστήμη»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, α. έκφραση που δηλώνει πως η επιστήμη δεν μπορεί να προσφέρει καμιά βοήθεια. Η έκφραση ακούγεται συνήθως σε θέματα ιατρικής σχετικά με τους αρρώστους, που σημαίνει πως στο εξής ο άρρωστος είναι μόνο στο χέρι του Θεού για να γίνει καλά: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά». β. λέγεται και ειρωνικά για κάθε ακατανόητη ενέργεια κάποιου ατόμου: «μ’ αυτά που κάνεις, ακόμα και η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά».