επισκευή
επισκευή, η, ουσ. [<αρχ. ἐπισκευή], η επισκευή· η
προσπάθεια και των δύο φύλων, ιδίως της γυναίκας, όταν πια δε φαίνονται νέοι ή
όταν έχουν ένα πρόβλημα δυσμορφίας ή πάχους, να διορθώσουν την κατάσταση με
τεχνητά μέσα: «κάθε τόσο πηγαίνει για επισκευή, αλλά τα μούτρα της είναι όλο
πλισέδες || μετά την επισκευή μας ήρθε με την καινούρια μύτη κι ήταν όλο καμάρι
|| όσες επισκευές κι αν κάνει, αν δεν κόψει το φαΐ, δεν γίνεται τίποτα»·
- γενική επισκευή και πέταμα, α. ειρωνική
παρατήρηση σε κάποιον που, παρά την προχωρημένη του ηλικία, επιδιώκει να
επισκευάζεται (βλ. λ.) αλλά χωρίς αποτέλεσμα: «αχ, καημενούλα μου, ό,τι και να
κάνεις, πας για γενική επισκευή και πέταμα». β. (για μηχανήματα) που δεν
επιδέχεται επισκευή: «τ’ αυτοκίνητό μου πάει για γενική επισκευή και πέταμα».