Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επειδή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

επειδή, σύνδ. αιτιολογ. [<αρχ. ἐπειδή]· επειδή· ακούγεται και επειδής. (Λαϊκό τραγούδι: έμπλαστρα πάρτε από μένα ευλογημένα και φτηνά, ένα κοτόπουλο το ένα ή φρέσκα αυγά σημερινά. Μα επειδής εγώ νηστεύω, τα θέλω σαρακοστιανά
- κι επειδή; α. έκφραση ειρωνείας για κάτι που μας λέει κάποιος και του δείχνουμε πως αρνιόμαστε να το πραγματοποιήσουμε: «άφησέ τον να περάσει ελεύθερα μέσα, γιατί είναι ο γιος του τάδε. -Κι επειδή;». Πολλές φορές, μετά τη φρ.  επαναλαμβάνεται η αιτιολογία του συνομιλητή μας: «άφησέ τον να περάσει ελεύθερα μέσα, γιατί είναι ο γιος του τάδε. -Κι επειδή είναι ο γιος του τάδε;». β. έκφραση αγανάκτησης: «κι επειδή στο είπε, βρε χαμένε, έπρεπε να το κάνεις;». γ. έκφραση αδιαφορίας: «θα τρελαθεί στο κλάμα αν μάθει πως θέλεις να χωρίσετε. -Κι επειδή; Κανείς δεν πέθανε απ’ το κλάμα».