επαρχία
επαρχία, η, ουσ. [<μτγν. ἐπαρχία <ἔπαρχος], η
επαρχία. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) οι άνθρωποι που ζουν στην επαρχία:
«κάθε Σαββατοκύριακο πλακώνει η επαρχία στην πόλη μας κι η παραλία γεμίζει από
κόσμο» 2. (υποτιμητικά) άνθρωπος άξεστος, αντικοινωνικός: «πρόσεχε, ρε
επαρχία, μη με ξανακάνεις ρεζίλι εκεί που θα πάμε, γιατί δε θα σε πάρω άλλη
φορά μαζί μου»·
- είμαι από επαρχία, έχω άγνοια ή προσποιούμαι πως
έχω άγνοια για μια συγκεκριμένη υπόθεση ή κατάσταση που μου αναφέρεται. Συνήθως
της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «εγώ
δεν ξέρω απ’ αυτά τα πράγματα και δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί είμαι
από επαρχία». Συνών. δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από χωριό / είμαι
περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά / ψυγεία πουλάω.