Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επίλοιπος
επίλοιπος, η, -ο, επίθ. [<επι- + λοιπός]. 1.
υπόλοιπος: «όσοι πρόλαβαν, μπήκαν. Οι επίλοιποι θεατές θα περιμένουν στη σειρά
τους». 2. το ουδ. ως ουσ. το επίλοιπο, το υπόλοιπο: «τι επίλοιπο
έχει μείνει στο λογαριασμό μου;»·
- και στα επίλοιπα! ευχετική έκφραση σε νεόνυμφους,
αλλά και στους οικείους τους, να υπάρξουν γρήγορα και απόγονοι: «τώρα που
παντρευτήκατε με το καλό, και στα επίλοιπα! || μια και τους παντρέψατε, και στα
επίλοιπα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε τώρα. Συνών. και
στα αποδέλοιπα!