Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εξαρχής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εξαρχής, επίρρ. [από την αρχ. φρ. ἐξ + αρχής], ιδίως εύχρ. στις φρ. από μιας εξαρχής ή ευθύς εξαρχής ή μιας εξαρχής, εντελώς από την αρχή, από παλιά: «τα πράγματα από μιας εξαρχής γίνονται μ’ αυτόν τον τρόπο || ευθύς εξαρχής ήταν αντίθετος με την τακτική που ακολουθούσε το κόμμα».