Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εγγονή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εγγονή, η, κ. εγγόνα κ.αγγόνα, η ουσ. [θηλ. του εγγονός], η εγγονή· (ειρωνικά) η νεαρή ερωμένη εξέχοντος προσώπου, συνήθως μεγάλου σε ηλικία, ιδίως η ερωμένη μητροπολίτη ή άλλου ανώτερου κληρικού: «τρεις φορές τη βδομάδα πηγαίνει και τον βλέπει η εγγονή του στο σπίτι».