Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άωτον

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άωτον, το, ουσ. [<αρχ. ἄωτον], εύχρ. μόνο στη φρ. το άκρον άωτον, το αποκορύφωμα: «το άκρον άωτον της ευγένειας, της αναίδειας, της βλακείας, κ.λπ.»· βλ. και λ. άκρος.

άκρος

άκρος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. ’άκρος], άκρος, ακραίος·
- άκρα του τάφου σιωπή, βλ. λ. τάφος·
- το άκρον άωτον (αρχ. το εκλεκτότερο κομμάτι, ο ανθός) λέγεται για κατάσταση ή ιδιότητα που έχει φτάσει στο υπέρτατο όριο: «είπαμε να είσαι αυστηρός, αλλά εσύ κατάντησες το άκρον άωτον της αυστηρότητας || είναι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και μπορείς κάλλιστα να τον χαρακτηρίσεις ως το άκρον άωτος της ευαισθησίας || έχει έναν γιο, που είναι το άκρον άωτον της ανοησίας». Με τη φρ. αυτή, υπήρξε κατά τη δεκαετία του 1960 και μια σειρά ανεκδότων, που άρχιζαν με την ερώτηση ξέρεις ποιο είναι το άκρον άωτον…Ανάμεσα στα πολλά αναφέρω τα τρία παρακάτω. -Ξέρεις ποιο είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας; -Το άκρον άωτον της ταχύτητας είναι να κλειδώνεις ένα συρτάρι και να προλαβαίνεις να πετάξεις το κλειδί μέσα ή ξέρεις ποιο είναι το άκρον άωτον της ανατριχίλας; -Το άκρον άωτον της ανατριχίλας είναι να κάνεις τσουλήθρα γυμνός στην κόψη ενός ξυραφιού και να πατάς κάθε τόσο φρένο με το πέος σου και, ξέρεις ποιο είναι το άκρον άωτον της ευγένειας; -Το άκρον άωτον της ευγένειας είναι, να πηδάς χήρα με μαύρη καπότα.