Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
άτιμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άτιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄτιμος]. 1. που δεν είναι έντιμος, ειλικρινής, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άτιμο σαν και του λόγου του; || πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι άτιμος άνθρωπος και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου σκαρώσει». (Λαϊκό τραγούδι: κάποιος μπαμπέσης άτιμος μαρτύρησε το χάνι κι ήρθαν και μας μπλοκάρανε δώδεκα πολιτσμάνοι). 2. (για άντρες) που τον απατά η γυναίκα του: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως είναι άτιμος, ξέκοψε απ’ την παρέα μας, γιατί μας ντρέπεται». 3. (για γυναίκες) που απατά τον άντρα της (και όχι που την απατά ο άντρας της): «κανείς δε μπορούσε να φανταστεί πως θα ’βγαινε άτιμη μια τόσο φρόνιμη γυναίκα!». 4. (θαυμαστικά) που είναι έξυπνος, ικανός: «πώς τα κατάφερε ο άτιμος και συνδέθηκε φιλικά με κοτζάμ εφοπλιστή! || βρε, την άτιμη, τι καλή μαγείρισσα που είναι!». 5. λέγεται για κάποιον ή κάτι που αναθεματίζουμε ή για κάποιον ή κάτι που αναθεματίζουμε αλλά όμως μας αρέσει: «δεν είναι εντάξει μαζί μου, αλλά μ’ αρέσει ο άτιμος || δεν αντέχω άλλο την άτιμη τη φτώχειας || κάνει κακό το ποτό, αλλά το άτιμο μ’ αρέσει και το πίνω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, αυτός ο άτιμος ήθελε μαχαίρωμα).6. επιτιμητική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε κάποιον: «έλα δω, ρε άτιμε, γιατί με κατηγόρησες; || πού είσαι, βρε άτιμε, που σε ψάχνω απ’ το πρωί;». (Λαϊκό τραγούδι: άτιμο ζάρι, που κυλάς – αμάν, αμάν – κι οποιανού θες πηγαίνεις, πες μου: τι σου ’κανα κι εγώ και όλο μου τα παίρνεις;).Επίρρ. άτιμα. Υποκορ. ατιμούλης, -α, -ι κ. ατιμούλικος, -η κ. -ια, -ο·  
- άτιμη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- άτιμη πράξη, βλ. λ. πράξη·
- άτιμο παιδί! α. λέγεται ειρωνικά σε αυτόν που καυχιέται για φανταστικά κατορθώματα ή λέγεται πονηρά σε αυτόν που επιτέλους κατάφερε να συνάψει ερωτικό δεσμό. Συνήθως συνοδεύεται με απαλό χάδι στα μαλλιά ή με ελαφρύ χτύπημα στο σβέρκο ή στην πλάτη, ή με κούνημα της παλάμης μας μπροστά στο πρόσωπό του, όπως όταν απειλούμε ένα παιδί που κάνει αταξίες. β. λέγεται και με θαυμασμό αλλά και έκπληξη για κάποιον που κατάφερε να πετύχει κάτι που ήταν πολύ δύσκολο: «βρε, τ’ άτιμο το παιδί, πώς μπόρεσε και πήδησε τόσο μεγάλο χαντάκι! || βρε το άτιμο το παιδί, μα ποτέ του δε χάνει;». Είναι και φορές που λέγεται μόνο άτιμο! εννοώντας παιδί·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι άτιμη φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι άτιμη φύτρα, βλ. λ. φύτρα.

ατιμός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ατιμός, ο, ουσ., αντί του ορθού ατμός.

φύτρα

φύτρα, η, ουσ. [<μτγν. φύτρα <φύω]. 1. η καταγωγή, η γενιά, το σόι: «κατάγεται από αριστοκρατική φύτρα». 2. το γένος, η φυλή: «η ελληνική φύτρα είναι από τις πιο ένδοξες της παγκόσμιας ιστορίας»·
- γαμώ τη φύτρα μου! ή γαμώ τη φύτρα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ τη φύτρα μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τη φύτρα σου! ή γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη φύτρα! ή σου γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τη φύτρα σου, ασχολείσαι συνέχεια μαζί μου! || σκάσε, γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε, γιατί με ξεκούφανες!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- είναι άτιμη φύτρα, α. είναι κακός, δόλιος, ύπουλος: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι άτιμη φύτρα και θα ’χεις μπλεξίματα». β. είναι πανέξυπνος, πανούργος και για το λόγο αυτό επικίνδυνος: «μη συνεταιρίζεσαι μαζί του, γιατί είναι άτιμη φύτρα και θα στα φέρει έτσι, που θα σου φάει τα λεφτά σου»·
- είναι διαβόλου φύτρα, βλ. λ. διάβολος·
- του γαμώ τη φύτρα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή έπιανε συνέχεια στο στόμα του τ’ όνομα της οικογένειάς του, όταν τον πέτυχε στο καφενείο, του γάμησε τη φύτρα». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τη φύτρα || επειδή δεν έλεγε ο άλλος να σταματήσει τις βρισιές του, τον άρπαξε ο δικός σου στα χέρια του και του γάμησε τη φύτρα». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ την καταδίκη, λ. γαμώ.