Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αργυρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αργυρός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ἀργυρός <αρχ. ἀργυροῦς], ασημένιος: «αργυρά μαχαιροπήρουνα»·
- αργυροί γάμοι, βλ. λ. γάμος·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή.

γάμος

γάμος, ο, ουσ. [<αρχ. γάμος], ο γάμος. 1. η έγγαμη ζωή, ο έγγαμος βίος, η συμβίωση του παντρεμένου ζευγαριού: «πώς τα πας με το γάμο σου;». 2. (στη γλώσσα της αργκό) σπουδαία δουλειά, σοβαρή υπόθεση: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί μου ’τυχε ένας γάμος». Από το ότι είναι υποχρεωμένος να παρευρίσκεται ο οικείος του ζευγαριού, όταν τον προσκαλέσουν, στο γάμο τους. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- αδαμάντινοι γάμοι! η εξηκοστή επέτειος του γάμου: «αύριο γιορτάζουν τους αδαμάντινους γάμους τους»·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- ανοιχτός γάμος, που γίνεται με πολλούς καλεσμένους και συνήθως ακολουθεί δεξίωση: «όνειρο του ήταν να κάνει ανοιχτό γάμο στην κόρη του»·
- αργυροί γάμοι, η εικοστή πέμπτη επέτειος του γάμου: «τον άλλο μήνα θα γιορτάσουν τους αργυρούς γάμους τους»·
- αφήνω το γάμο και πάω για πουρνάρια ή αφήνω το γάμο και πάω στα πουρνάρια, αφήνω σοβαρές και ουσιαστικές υποθέσεις και ασχολούμαι με άλλες επουσιώδεις ή χωρίς καθόλου σημασία·
- βαράω στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- βαράω στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- βαριά η καλογερική μ’ ασήκωτος ο γάμος, βλ. λ. καλογερική·
- βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. ηλικία·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, τίποτα δεν μπορεί να πετύχει κανείς, αν δεν ακολουθήσει την τυπική, την ενδεδειγμένη, τη νόμιμη διαδικασία: «για να στήσουμε αυτή τη δουλειά, πρέπει να ’χουμε πίσω μας μια τράπεζα, γιατί γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε». Από το ότι ο λαός αναγνωρίζει και αποδέχεται τον κυρίαρχο ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας και στην κοινωνική του ζωή·
- δεν είναι ο γάμος καρπούζι ή ο γάμος δεν είναι καρπούζι, πρέπει κανείς να διαλέγει με προσοχή το σύντροφο της ζωής του, γιατί, σε περίπτωση άστοχης εκλογής, δεν είναι όπως το καρπούζι, που, αν κατά τον έλεγχο της ποιότητάς του δε βγει καλό, μπορεί κανείς να το αφήσει με ευκολία και να διαλέξει κάποιο άλλο ή, εντέλει, αν το αγοράσει και βγει σκάρτο, μπορεί με ευκολία να το πετάξει, πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο να διώξεις το ταίρι σου, αν κάνεις γάμο·
- δένομαι με τα δεσμά του γάμου (και για τα δυο φύλα) παντρεύομαι: «την προηγούμενη Κυριακή δέθηκαν με τα δεσμά του γάμου»·
- δίνω υπόσχεση γάμου, (ιδίως για άντρα) υπόσχομαι πως θα παντρευτώ τη γυναίκα με την οποία έχω δεσμό ή τη γυναίκα που μου προξενεύουν: «πήγε στους γονείς της κι έδωσε υπόσχεση γάμου || του γνώρισαν μια μεγαλοκοπέλα, αλλά, επειδή ήταν πλούσια, έδωσε υπόσχεση γάμου»·
- έγινε της αλεπούς ο γάμος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. έγινε της μαϊμούς ο γάμος·
- έγινε της μαϊμούς ο γάμος, (στη νεοαργκό) α. επικράτησε μεγάλη αναστάτωση, σύγχυση, φασαρία, έγινε μεγάλος και άγριος καβγάς: «πιάστηκαν οι δυο παρέες για τα ηλίθια τα πολιτικά κι έγινε της μαϊμούς ο γάμος». β. επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «στο πάρτι που έκανε ο τάδε για τη γιορτή του, έγινε της μαϊμούς ο γάμος». Από το ότι, όπου παρουσιάζεται μια μαϊμού, ή θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση ή πολύ γέλιο με τα καμώματά της·
- έγινε του Κουτρούλη ο γάμος, βλ. λ. Κουτρούλης·
- είμαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. ηλικία·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, βλ. λ. νύφη·
- έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν), (και για τα δυο φύλα) παντρεύομαι: «μετά από πολυετή ερωτικό δεσμό, ήρθαν επιτέλους εις γάμου κοινωνία»·
- έρχομαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. ηλικία·
- ευλογώ το γάμο, (για ιερωμένους) τελώ το μυστήριο του γάμου: «το γάμο τους ευλόγησε ο μητροπολίτης»·
- θρησκευτικός γάμος, που γίνεται στην εκκλησία σύμφωνα με το τυπικό της χριστιανικής θρησκείας: «διέλυσε τον αρραβώνα της, γιατί ο αρραβωνιαστικός της δεν ήθελε να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο»·
- και στο γάμο σας! ευχή σε αρραβωνιασμένος ή σε ελεύθερο ζευγάρι να παντρευτούν·
- και στο γάμο σου! ευχή σε άγαμο νέο να παντρευτεί·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. φρ. πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου·
- κάνω πλούσιο γάμο, (και για τα δυο φύλα) παντρεύομαι πλούσιο ταίρι: «τ’ όνειρο του είναι να κάνει πλούσιο γάμο να σωθεί»·
- κλειστός γάμος, που γίνεται με λίγους καλεσμένους, ιδίως σε στενό οικογενειακό κύκλο: «επειδή πρόσφατα πέθανε ο πατέρας του γαμπρού, έκαναν κλειστό γάμο»·
- λευκός γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου το ζευγάρι δεν ήρθε σε σαρκική επαφή: «μπορεί να ήταν ένα χρόνο παντρεμένη, αλλά είναι ακόμη παρθένα, γιατί ο γάμος της αποδείχτηκε λευκός γάμος»·
- λύνω το γάμο μου, τον διαλύω, χωρίζω με τον (την) σύζυγό μου: «είδαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν άλλο μαζί, γι’ αυτό έλυσαν το γάμο τους», δηλαδή έλυσαν τα δεσμά του γάμου τους με τα οποία ήταν δεμένοι·
- νεκρός γάμος, λέγεται στην περίπτωση που το παντρεμένο ζευγάρι ζει χώρια, χωρίς όμως να έχει πάρει και το τυπικό διαζύγιο: «είναι είκοσι χρόνια παντρεμένοι, αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν νεκρό γάμο»·
- ο γάμος είναι λαχείο, η πετυχημένη εκλογή του συντρόφου της ζωής είναι και θέμα τύχης: «δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος όταν παντρεύεσαι, γιατί ο γάμος είναι λαχείο». Πρβλ.: είναι λαχνός η παντρειά και δεν ξέρεις τι θα πέσει το κορίτσι που θα πάρεις, το κορίτσι που σ’ αρέσει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη, η κάθε κατάσταση θέλει και την ανάλογη αντιμετώπιση: «πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πώς θ’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και να μην κάνουμε αψυχολόγητες ενέργειες, γιατί ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη»·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, λέγεται στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε πολλά προβλήματα, αντίξοες συνθήκες και κοντά σε αυτά εμφανίζεται νέο μεγάλο πρόβλημα, που κάνει τα πράγματα δυσκολότερα·
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, βλ. λ. χαρά·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά όταν ο άστοχος ή δυσάρεστος λόγος κάποιου ή οι συνεχείς γκάφες του, μας δημιουργούν δυσάρεστες καταστάσεις ή προβλήματα: «αντί να πει συλλυπητήρια στη μάνα του νεκρού, της είπε και του χρόνου ο βλάκας. -Πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου»·
- πάω για γάμο, με απασχολεί σοβαρά το θέμα του γάμου, σκοπεύω να παντρευτώ: «όπως ήρθαν τα πράγματα, πάω για γάμο, γιατί η κοπέλα με την οποία έχω δεσμό έμεινε έγκυος και δε θέλουμε να το ρίξουμε»·
- πολιτικός γάμος, που γίνεται στο δημαρχείο της πόλης με ληξιαρχική πράξη: «ήθελαν να κάνουν τους προοδευτικούς, γι’ αυτό παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο»· 
- ρίχνω στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- ρίχνω στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, μην εκφέρεις ποτέ γνώμη σε κάποιον που σε ρωτάει αν πρέπει να παντρευτεί ή με ποιο μέσο να ταξιδέψει, γιατί, σε περίπτωση αποτυχίας του ή δυστυχήματός του, θα θεωρείσαι κι εσύ υπεύθυνος·
- στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, βλ. λ. νύφη·
- της κάνω πρόταση γάμου, προτείνω στη γυναίκα με την οποία συνδέομαι ή γνωρίζω να την παντρευτώ: «επειδή έχουμε τρία χρόνια δεσμό και δεν πάει άλλο, σκέφτομαι να της κάνω πρόταση γάμου»·
- τον ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, βλ. λ. ακάλεστος·
- χρυσοί γάμοι, η πεντηκοστή επέτειος του γάμου: «την άλλη βδομάδα θα γιορτάσουν τους χρυσούς γάμους τους»·
- χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, βλ. λ. γαμπρός.

σιωπή

σιωπή, η, ουσ. [αρχ. σιωπή], η σιωπή· η σιγή, η ησυχία: «μέσα στο σπίτι, επικρατούσε απόλυτη σιωπή»· σιωπή! (προστακτικά) μη μιλάς, μην κάνεις θόρυβο, σκάσε, σκασμός. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άκρα του τάφου σιωπή, βλ. λ. τάφος·
- βαθιά σιωπή, η απόλυτη: «μέσα στη νύχτα επικρατούσε βαθιά σιωπή»·
- η σιωπή είναι χρυσός, α. πολλές φορές, το να μη μιλάει κανείς, είναι μεγάλο κέρδος: «στην προκειμένη περίπτωση έκανες πάρα πολύ καλά που δεν είπες τίποτα, γιατί πολλές φορές η σιωπή είναι χρυσός». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς). β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «όταν υπάρχει κάπου κάποιο πρόβλημα, μη χώνεσαι να επιβάλεις τη γνώμη σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η σιωπή είναι χρυσός». Συνών. τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι·
- η σιωπή μου προς απάντησή σου, απαξιώ να σου απαντήσω: «είσαι ένας παλιάνθρωπος, που όλη σου την περιουσία την έκανες με κλεψιές και λοβιτούρες. -Η σιωπή μου προς απάντησή σου»·
- λύνω τη σιωπή μου, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα εκφέρω πάλι τη γνώμη μου, αποκαλύπτω κάτι που ξέρω και δεν το ανακοίνωνα: «τρία χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας δεκαοχτώ Έλληνες συγγραφείς έλυσαν τη σιωπή τους, δημοσιεύοντας το βιβλίο “18 Κείμενα”»·
- νεκρική σιωπή, η απόλυτη ησυχία, η απόλυτη σιωπή: «μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα επικρατούσε νεκρική σιωπή». Συνών. νεκρική σιγή·
- ο διψασμένος πίνει σιωπή, όταν έχεις την απόλυτη ανάγκη κάποιου, όταν περιμένεις από αυτόν τη σωτήρια βοήθεια, μένεις φρόνιμος μπροστά του, δε μιλάς και δεν αυθαδιάζεις: «αφού έχεις την ανάγκη του σκάσε μπροστά του και μη μιλάς, γιατί ο διψασμένος πίνει σιωπή». Συνών. βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. συνηθέστ. η σιωπή είναι χρυσός·
- ο νόμος της σιωπής, βλ. λ. νόμος·
- όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. φρ. ο διψασμένος πίνει σιωπή·
- σπάω τη σιωπή μου, βλ. φρ. λύνω τη σιωπή μου·
- συνωμοσία σιωπής, βλ. λ. συνωμοσία.

σταυρός

σταυρός, ο, ουσ. [<αρχ. σταυρός], ο σταυρός. 1. το σημείο του μετώπου ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο σταυρό και τον ξάπλωσε κάτω». 2. χρυσό κόσμημα σε σχήμα σταυρού, που κρεμιέται με αλυσιδίτσα στο λαιμό: «στο λαιμό του φορούσε ένα χρυσό σταυρό». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού της πόκας: «μετά τον κούκο διπλό το γυρίσαμε στο σταυρό». Από το ότι, εκτός από τα φύλλα που παίρνουν οι παίχτες στα χέρια τους, τοποθετούνται στο τραπέζι και πέντε φύλλα σε σχήμα σταυρού. Υποκορ. σταυρουδάκι, το. (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αγκυλωτός σταυρός, το σύμβολο του ναζισμού, η σβάστικα: «ο αγκυλωτός σταυρός είναι το πιο μισητό σύμβολο της ανθρωπότητας»· 
- βαράω στο σταυρό, ενεργώ χωρίς ηθικούς φραγμούς: «όταν πρόκειται να κερδίσει χρήματα, βαράει στο σταυρό και δε λογαριάζει κανέναν». Από την εικόνα του ατόμου που χτυπάει κάποιον στο σταυρό· βλ. και φρ. τον βαράω στο σταυρό· 
- γαμώ το σταυρό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «γαμώ το σταυρό μου, γαμώ, δε θα μπορέσω κι εγώ να δω άσπρη μέρα!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σταυρό σου! ή σου γαμώ το σταυρό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «επιτέλους, γαμώ το σταυρό σου, σταμάτα αυτή την γκρίνια! || σου γαμώ το σταυρό αν πετάξεις ξανά πέτρες στα κεραμίδια του σπιτιού μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Πρβλ.: τσαχπίνη τονε θέλω γω, Λούλα μου, Λούλα μου, τον αγαπητικό μου, λέι λέι κουρμπάν. Να βάζει λάδι στα μαλλιά, Λούλα μου, μικρούλα μου, να βρίζει το σταυρό μου. (Λαϊκό τραγούδι).Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό, προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να επικαλείται καμιά φορά και τη βοήθεια του Θεού: «ξέρω πως δεν τα πας καλά με τη θρησκεία, αλλά δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό»·
- είναι (για) να κάνεις το σταυρό σου! ή είναι (για) να κάνει κανείς το σταυρό του! είναι να απορείς, είναι να απορεί κανείς: «είναι για να κάνεις το σταυρό σου με τα καμώματα της σημερινής νεολαίας!»·
- ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ. δαδί·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό, ειρωνική παρατήρηση σε δημόσιο υπάλληλο, που από ευθυνοφοβία αρνείται να μας εξυπηρετήσει πιο γρήγορα παρατυπώντας ανώδυνα, ή ειρωνική παρατήρηση σε τροχονόμο που, παρά τις παρακλήσεις μας, επιμένει να μας επιδώσει την κλήση για κάποια παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας ή για παράνομη στάθμευση, ή σε κάποιον που χωρίς ιδιαίτερο λόγο ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Αναφορά στο ομώνυμο παράσημο. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- κάνε το σταυρό σου και προχώρησε, προτροπή σε κάποιον να αποφασίσει κάτι και να αρχίσει να ενεργεί με πίστη και χωρίς φόβο. (Λαϊκό τραγούδι: κάνε το σταυρό σου και προχώρησε,η παράνομη αγάπη μας εχώρισε
- κάνω το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σημείο·
- κάνω το σταυρό μου, α. σταυροκοπιέμαι με θρησκευτική, με λατρευτική διάθεση: «μόλις πέρασε από μπροστά μας ο Επιτάφιος, κάναμε όλοι το σταυρό μας». β. απορώ, εκπλήσσομαι: «είναι να μην κάνεις το σταυρό σου, όταν μαθαίνεις ξαφνικά πως ένα τόσο καλό παιδί έμπλεξε με τα ναρκωτικά!». (Λαϊκό τραγούδι: γλυκιές πενιές θ’ ακούγανε, να χάνουν το μυαλό τους, πλούσιοι, βιομήχανοι, να κάνουν το σταυρό τους).γ. εύχομαι, προσεύχομαι να γίνει ή να μη γίνει κάτι: «κάνε το σταυρό σου να μην καταλάβει πως έβαλες χέρι στο ταμείο, γιατί αλλιώς την έχεις βαμμένη! || κάνε το σταυρό σου να μας βοηθήσει ο τάδε, γιατί αλλιώς καήκαμε!»·
- κουβαλώ σταυρό, βλ. φρ. σηκώνω σταυρό·
- κουβαλώ το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. φρ. σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως, το σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς
- κρατώ το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. συνηθέστ. σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό, μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- μα το σταυρό, ή μα τον Τίμιο Σταυρό, όρκος που δίνουμε για να γίνουμε πιστευτοί στα λεγόμενά μας: «μα το σταυρό, σου λέω, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως σου τα περιέγραψα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι, μα τον σταυρό, θα σου τον στείλω σηκωτό και πια δε θα ’χεις άντρα
- με το σταυρό στο χέρι, με τιμιότητα: «κανείς δεν πρόκοψε στη ζωή του με το σταυρό στο χέρι»·
- ο καθένας κουβαλάει το σταυρό του, βλ. συνηθέστ. ο καθένας σηκώνει το σταυρό του·
- ο καθένας σηκώνει το σταυρό του, ο κάθε άνθρωπος έχει τις προσωπικές του δυστυχίες, τα προσωπικά του βάσανα: «άλλος λίγο κι άλλος πολύ, ο καθένας σηκώνει το σταυρό του σ’ αυτή τη ζωή»·
- ο σταυρός της θάλασσας, ο αστερίας: «παντού τους τοίχους της ταβέρνας στόλιζαν αποξηραμένοι σταυροί της θάλασσας»·
- ο σταυρός του μαρτυρίου, ο σταυρός πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Χριστός: «ζωγράφισε το Χριστό πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου»· βλ. και φρ. σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, ενεργεί με τιμιότητα: «πώς να προκόψει αυτός ο άνθρωπος, αφού πάντα πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι!»·
- πολεμικός σταυρός, παράσημο που δίνεται για ανδραγαθίες στον πόλεμο: «για τις ηρωικές πράξεις του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, απένεμε η πολιτεία στον παππού μου τον πολεμικό σταυρό»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. συνηθέστ. πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι·
- σηκώνω σταυρό, περνώ, υπομένω απερίγραπτες δυσκολίες, βασανίζομαι πολύ. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε ένας δε μου έδωσε στη δίψα μου νερό, ο καθένας μ’ εγκατέλειπε, όταν σήκωνα σταυρό). Από την εικόνα του Χριστού που σήκωσε το Σταυρό Του μέχρι το Γολγοθά·
- σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου, οποιαδήποτε ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία υφίσταται κάποιος: «έχει να θρέψει ολόκληρη οικογένεια και μόνος του σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου». Αναφορά στο σταυρό πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Χριστός· βλ. και φρ. σηκώνω σταυρό·
- σταυρός μ’ αγκάθια, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παραλλαγή του παιχνιδιού σταυρός (βλ. λ.)·
- το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σημείο·
- τον βαράω στο σταυρό, α. του καταφέρω καίριο πλήγμα: «όποιος μου φέρεται άσχημα, τον βαράω χωρίς δεύτερη κουβέντα στο σταυρό». β. προσπαθώ να τον πετύχω ή τον πέτυχα στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης του: «σημάδεψα με το όπλο μου και τον βάρεσα στο σταυρό». (Λαϊκό τραγούδι: αν με βαρέσεις στον σταυρό,απ’ ένα γλίτωσες εχθρό, μ’ αν εγώ θα σε χτυπήσω, δώσε μου τη γη μου πίσω)·βλ. και φρ. του ρίχνω στο σταυρό·
- τον βρίσκω στο σταυρό, τον σκοπεύω και τον πετυχαίνω στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης του: «όσο μακριά κι αν είναι κάποιος, αν σημαδέψει καλά, τον βρίσκει στο σταυρό»·
- τον πετυχαίνω στο σταυρό, βλ. συνηθέστ. τον βρίσκω στο σταυρό·
- του γαμώ το σταυρό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή του χρωστούσε κάτι χρήματα, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σταυρό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «σε σένα μπορεί να κάνει το δυνατό, αλλά εγώ του γαμώ το σταυρό όποια ώρα θέλω || όποιος ξαναενοχλήσει το φίλο μου, θα του γαμήσω το σταυρό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ρίχνω στο σταυρό, προσπαθώ να τον πετύχω στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης του: «εγώ του ’ριξα στο σταυρό, αλλά, επειδή ήταν πολύ μακριά, δεν ξέρω αν τον πέτυχα»·
- του Σταυρού, τη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου: «πέρσι, ανήμερα  του Σταυρού, αρραβώνιασα την κόρη μου»·
- φίλα σταυρό, προτροπή σε κάποιον να φιλήσει το σημείο του σταυρού για να πιστέψουμε ότι, αυτά που μας λέει είναι αλήθεια. Η φρ. συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε από χειρονομία με τους δείκτες των δυο χεριών να σχηματίζουν το σημείο του σταυρού μπροστά στο συνομιλητή για να τον φιλήσει. (Τραγούδι: αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό κι εγώ θα ψάξω και θα βρω αν είν’ αλήθεια
- φιλάς σταυρό; α. έκφραση με την οποία ζητάει κάποιος από το συνομιλητή του να του ορκιστεί πως δε θα κοινολογήσει αυτό που είμαστε έτοιμοι ή που θέλει να του εμπιστευτούμε. β. έκφραση με την οποία ζητούμε απ’ το συνομιλητή μας να μας ορκιστεί πως αυτά που μας λέει είναι αλήθεια. Ο όρκος γίνεται με το φίλημα του σταυρού που σχηματίζεται από τους δείκτες είτε του ενός είτε του άλλου συνομιλητή·
- φιλώ σταυρό, έκφραση που λέγεται σε κάποιον για να γίνομαι πιστευτοί στα λεγόμενά μας. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τους δείκτες των δυο χεριών να σχηματίζουν το σημείο του σταυρού και, μόλις τον φιλήσει, οι δείκτες κάνοντας μια κυκλική κίνηση από τη μια και την άλλη πλευρά του προσώπου του, αρχίζοντας από το σαγόνι, έρχονται και ενώνονται στο κέντρο του μετώπου του. (Λαϊκό τραγούδι: αν μ’ αρνηθείς φιλώ σταυρό πως δε θα ψάξω να σε βρω).