Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άνεμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άνεμος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνεμος], ο άνεμος· (στη νεοαργκό) πανέμορφη και αεράτη κοπέλα: «άνεμος, σου λέω, η καινούρια του γκόμενα!». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- άι στον άνεμο! πολύ πιο ηπιότερη έκφραση από το άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- αν δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει, βλ. λ. κλωνάρι·
- άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει, όταν κάποιος εχθρός σου δεν μπορεί να σε βλάψει, αγνόησέ τον: «και τι σε νοιάζει που δε σε χωνεύει; Άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια ·
- άσ’ το να πάει κατ’ ανέμου! βλ. συνηθέστ. άσ’ το να πάει στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άσ’ τον να πάει κατ’ ανέμου! βλ. συνηθέστ. άσ’ τον να πάει στο διάβολο! λ. διάβολος·
- έφυγε σαν τον άνεμο, έφυγε με μεγάλη ταχύτητα, με μεγάλη σπουδή: «μόλις έμαθε πως οι φίλοι του είχαν μπλεχτεί σ’ έναν καβγά λίγο παρακάτω, έφυγε σαν τον άνεμο να πάει να τους βοηθήσει»·
- η κόρη του ανέμου, βλ. λ. κόρη·
- κάνει τον άνεμο κουβάρι, α. χάνει τον καιρό του, ματαιοπονεί: «είναι τόσο χάλια η επιχείρησή του, που όσο και αν προσπαθεί να βάλει μια τάξη, κάνει τον άνεμο κουβάρι». β. πρόκειται για πολύ βίαιο και αυταρχικό άτομο: «δεν μπορεί κανένας να του επιβληθεί, γιατί είναι άτομο που κάνει τον άνεμο κουβάρι»·
- ο γιος του ανέμου, βλ. λ. γιος·
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες ή όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει τρικυμίες, έκφραση που δηλώνει πως, όταν κάποιος δημιουργεί έκρυθμες καταστάσεις σε ένα κοινωνικό σύνολο, υφίσταται τελικά συνέπειες πολύ χειρότερες από αυτές που δημιούργησε·
- ορμώ σαν τον άνεμο, κινούμαι, χιμώ εναντίον κάποιου ή κάποιων με ορμή, με βιαιότητα (όπως και ο άνεμος): «μόλις τους είδε, όρμησε σαν τον άνεμο καταπάνω τους και τους σκόρπισε»·
- πάει όπου φυσάει ο άνεμος, είναι καιροσκόπος, πηγαίνει κάθε φορά με το μέρος του ισχυρότερου ή με εκείνο το πολιτικό κόμμα από το οποίο μπορεί να αποκομίσει προσωπικά οφέλη: «δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί πάει όπου φυσάει ο άνεμος»· βλ. και λ. ό.φ.α·
- πάω κατ’ ανέμου, βλ. συνηθέστ. πάω κατά διαβόλου, λ. διάβολος·
- περί ανέμων και υδάτων, άσκοπο κουβεντολόι, που γίνεται μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «καθόμασταν και κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων». Αναφορά στο ομώνυμο βιβλίο του Θεοφράστου·
- πνέει (ένας) άνεμος…, υπάρχει τάση, διάθεση, επικρατεί κατάσταση…: «μετά τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, πνέει άνεμος αισιοδοξίας στο λαό || μετά το νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε στη βουλή, πνέει ένας άνεμος ελευθερίας στον τόπο μας»·
- σκόρπισε στους πέντε ανέμους, α. διαλύθηκε, διασκορπίστηκε κάτι: «κάποτε ήμασταν μεγάλη παρέα, αλλά σκόρπισε στους πέντε ανέμους, γιατί ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». β. (για χρήματα ή περιουσία) κατασπαταλήθηκε άσκοπα: «όση περιουσία του άφησε ο πατέρας του, τη σκόρπισε στους πέντε ανέμους»·
- τα πήρε ο άνεμος, βλ. φρ. τα σκόρπισε ο άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη πίκρες και καημοί με αίμα και με ιδρώτα τρώμε το ψωμί, ακόμα και στον έρωτα η φτώχεια μας πικραίνει όλα ο άνεμος ο άνεμος τα παίρνει
- τα σκόρπισε ο άνεμος, διέλυσε, διασκόρπισε κάτι: «όλα μου τα όνειρα τα σκόρπισε ο άνεμος». (Λαϊκό τραγούδι: τα σκόρπισε τα σκόρπισε ο άνεμος και πήγανε και πήγανε χαμένα
- το σπίτι των ανέμων, βλ. λ. σπίτι·
- τον πήρε ο άνεμος, απέτυχε, καταστράφηκε οικονομικά: «έκανε παράτολμα ανοίγματα στη δουλειά του και τον πήρε ο άνεμος»·
- φτερό στον άνεμο, βλ. λ. φτερό·
- φυσάει (ένας) άνεμος… ή φύσηξ’ (ένας) άνεμος…, βλ. λ. πνέει (ένας) άνεμος.

γιος

γιος, ο, ουσ. [<αρχ. υἱός], ο γιος. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, όσο και να αγαπήσει κανείς το γαμπρό του ή τη νύφη του, δε θα μπορέσει ποτέ να τους αγαπήσει όσο και το παιδί του: «θα ήταν ψέμα αν υποστήριζα πως δεν αγαπώ το γαμπρό μου, όμως γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα»·
- είναι γιος του πατέρα του, έχει πάρει όλα τα προσόντα ή όλα τα ελαττώματα του πατέρα του, είναι ολόιδιος ο πατέρας του: «δείχνει πως θα γίνει κι αυτός μεγάλος και τρανός, αφού είναι γιος του πατέρα του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης αυτό το παιδί, αφού είναι γιος του πατέρα του»·
- είναι μάνας γιος, βλ. λ. μάνα·
- είναι πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. φρ. καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα(!)·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! α. έκφραση θαυμασμού για άτομο που έχει συνέχεια επιτυχίες στη δουλειά και στη ζωή του γενικά: «καλά, ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, ο γιος του πάρ’ τα όλα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το είσαι. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που επιδιώκει να καρπωθεί όλα τα κέρδη ή όλες τις επιτυχίες από μια δουλειά ή από μια υπόθεση, και βέβαια εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να το αφήσουμε να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι πάρ’ τα όλα·
- κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. λ. μάνα·
- ο γιος του Αιόλου, βλ. συνηθέστ. ο γιος του ανέμου·
- ο γιος του ανέμου, χαρακτηρισμός αθλητή ταχύτητας δρόμου, ιδίως μικρών αποστάσεων, που είναι ταχύτατος: «ο Έλληνας σπρίντερ των διακοσίων μέτρων Κώστας Κεντέρης, που έκανε την εμφάνισή του στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο γιος του ανέμου»·
- πάει από πατέρα σε γιο ή πάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
- περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! α. επίκληση απελπισίας στη μητέρα μας, όταν βρισκόμαστε σε δεινή θέση. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, βρε παλιοκόριτσο, με πήρες στο λαιμό σου. Πού είσαι, μάνα μου, να ιδείς το γιος σου!). β. λέγεται και για τον εντελώς αντίθετο λόγο: «ε ρε, δόξες και μεγαλεία! Πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου!»· βλ. και φρ. πού είσαι μάνα να με δεις! λ. μάνα·  
- πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
- σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα, βλ. λ. κουφέτο·
- της γερακίνας γιος, βλ. λ. γερακίνα.

κλωνάρι

κλωνάρι, το, ουσ. [<μσν. κλωνάριν], το κλωνάρι·
- αν δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει, α. αν δεν προσπαθήσουμε σκληρά είναι αδύνατο να πετύχουμε στο σκοπό μας: «για να γίνεις μεγάλος και τρανός όπως ονειρεύεσαι πρέπει να κοπιάσεις σκληρά, γιατί αν δε φυσήξει ο άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει». β. δεν υπάρχει λόγος να γίνει οποιαδήποτε ενέργεια αν δεν υπάρχει σοβαρή αιτία: «όλα πάνε μια χαρά μέσα στο εργοστάσιο κι αν δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει».

κόρη

κόρη, η, ουσ. [<αρχ. κόρη], η κόρη. 1. όμορφο κορίτσι, όμορφη κοπέλα: «για δες μια κόρη που μπήκε στο μπαρ;». (Δημοτικό τραγούδι: μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη, μα τον αγάπησα πολύ ήμουν αμούστακο παιδί δέκα χρονών αγόρι).2. ( στη νεοαργκό) ο θηλυπρεπής, ο πούστης, ο γκέι: «τι να το κάνεις που είναι όμορφο παλικάρι απ’ τη στιγμή που είναι κόρη;». Υποκορ. κορούλα, η. Μεγεθ. κορούκλα και συνηθέστ. κοράκλα, η. Στην κυριολεκτική της ερμηνεία το μεγεθ. κοράκλα, αποτελούσε και αποτελεί τον προσφιλή θαυμαστικό χαρακτηρισμό της πρώτης κόρης τουλάχιστο του ολυμπιονίκη αρσιβαρίστα Πύρρου Δήμα·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- η κόρη του ανέμου, χαρακτηρισμός αθλήτριας ταχύτητας δρόμου, ιδίως μικρών αποστάσεων, που είναι ταχύτατη: «η Κατερίνα Θάνου χαρακτηρίστηκε απ’ τους φιλάθλους ως η κόρη του ανέμου, και παρά την περιπέτειά της στους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 2004, εξακολουθούν να την έχουν στην καρδιά τους»·
- κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου, α. ανάλογα με την προσωπικότητα του συζύγου που έχει μια γυναίκα, θα πρέπει να είναι και η συμπεριφορά της: «εκεί που θα πάτε να σκέφτεσαι πως ο άντρας σου είναι γιατρός κι έτσι, κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου». β. ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του συζύγου, θα πρέπει να είναι και οι απαιτήσεις της συζύγου: «έχεις άντρα μεροκαματιάρη, γι’ αυτό, κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου»·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- ούτε την κόρη του δίνει ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και καταφέρνουν να κάνουν τη δουλειά τους, εντούτοις πάντα βρίσκουν τον τρόπο να τα έχουν καλά με όλους: «πώς τα καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί, ούτε την κόρη του δίνει ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει»·
- ως κόρη(ν) οφθαλμού, λέγεται για οτιδήποτε μας είναι εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό και το προσέχουμε ή το φροντίζουμε πάρα πολύ: «έχει ένα κηροπήγιο, οικογενειακό κειμήλιο, και το προσέχει ως κόρην οφθαλμού || αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που την έχει ως κόρην οφθαλμού».

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

φτερό

φτερό, το, ουσ. [<μσν. φτερόν <αρχ. πτερόν], το φτερό. 1. η φτερούγα: «ασυνείδητοι λαθροκυνηγοί χτύπησαν τον αετό στο φτερό». 2. ξεσκονιστήρι καμωμένο από φτερά ή από πούπουλα: «πήρε το φτερό κι άρχισε να ξεσκονίζει τη βιτρίνα του μαγαζιού του». 3. καμπυλωτή προεξοχή της εξωτερικής κατασκευής του αυτοκινήτου ή άλλου δίτροχου, που έρχεται προστατευτικά πάνω από τις ρόδες: «έκανα όπισθεν και χτύπησα το πίσω δεξιό φτερό σ’ ένα δέντρο». 4. εξάρτημα σε μορφή φτερούγας: «τα φτερά του αεροπλάνου». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ανοίγω τα φτερά μου, βγαίνω από το στενό κύκλο στον οποίο βρισκόμουν και δημιουργούσα, αποκτώ νέα ενδιαφέροντα, έχω νέες επιδιώξεις, ετοιμάζομαι να μπω σε νέο κύκλο, σε νέα δημιουργική φάση: «μόλις έκλεισε τα είκοσί του χρόνια, άφησε τα παιδιαρίσματα κι άνοιξε τα φτερά του για μια πιο δημιουργική ζωή || μόλις τέλειωσε την Ιατρική, άνοιξε τα φτερά του να δημιουργήσει δικό του ιατρείο». (Τραγούδι: μη μου ζητάς να μείνω στα παλιά, μη μ’ απειλείς πως θα το μετανιώσω, αν δεν ανοίξω τώρα τα φτερά, δε θα ’χω πια καρδιά για να σου δώσω
- απλώνω τα φτερά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα φτερά μου·
- βγάζω φτερά, ενηλικιώνομαι και αναλαμβάνω υπεύθυνα τη ζωή μου: «τώρα που έβγαλες φτερά, μπορείς να κάνεις κι εσύ μια δική σου δουλειά». Από την εικόνα του πουλιού που βγάζει φτερά και φεύγει από τη φωλιά του προς αναζήτηση της τροφής του· βλ. και φρ. έβγαλαν φτερά·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, αστραπιαία: «φεύγοντας το πρωί ο πατέρας του απ’ το σπίτι ξέχασε την τσάντα του κι έβαλε φτερά στα πόδια του να τον προλάβει να του τη δώσει»·
- έβγαλαν φτερά, (για καταναλωτικά αγαθά ή τρόφιμα) οι τιμές τους ανέβηκαν πάρα πολύ, έγιναν πανάκριβα: «τα καλά ρούχα δεν μπορείς να τ’ αγοράσεις, γιατί έβγαλαν φτερά || οι ντομάτες έβγαλαν φτερά»·
- έγινε φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- δίνω φτερά (σε κάποιον), ενθαρρύνω κάποιον, ανυψώνω το ηθικό κάποιου, για να κάνει κάτι: «μ’ αρέσει να δίνω φτερά στους νέους, για να παλέψουν με θάρρος στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κι αυτός, ίσως μπορέσει μια φορά, να βρει ένα όνειρο, μιαν αγκάλη, ένα απάγκιο, να βρει δυο χέρια, να του δώσουμε φτερά, και τα δυο χείλη για να του δώσουνε κουράγιο
- έκανε φτερά, (για πράγματα) χάθηκε και πιο πιθανό κλάπηκε: «άφησα τον  αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι κι έκανε φτερά χωρίς να το πάρω είδηση»· βλ. και φρ. κάνω φτερά·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- έχει φτερά στα πόδια του, τρέχει ταχύτατα, αστραπιαία: «όσο και να τον κυνηγάνε, δεν μπορούν να τον πιάσουν, γιατί έχει φτερά στα πόδια του». Αναφορά στο θεό Ερμή της ελληνικής μυθολογίας, που, ως αγγελιοφόρος των ολύμπιων θεών, είχε φτερά στα πόδια του·
- θα βγάλω φτερά, θα κινηθώ ταχύτατα, αστραπιαία: «πες μου τι θέλεις να του πω, και θα βγάλω φτερά, να τον ενημερώσω στη στιγμή»· βλ. και φρ. βγάζω φτερά·
- κάνω φτερά, φεύγω, εξαφανίζομαι ταχύτατα: «να δεις για πότε κάνει φτερά, κάθε φορά που μαθαίνει πως έρχονται οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν!». (Λαϊκό τραγούδι: βίβα, τα φαρμάκια που ’ταν στοίβα, ποτηράκι ποτηράκι λες και κάνανε φτερά)· βλ. και φρ. έκανε φτερά·
- κατηγορία φτερού, α. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος: «ενώ είναι κατηγορία φτερού, θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα». β. η κατώτατη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται οι πυγμάχοι και οι παλαιστές ανάλογα με το βάρος τους: «είναι πρωταθλητής του μποξ στην κατηγορία φτερού». Η ανώτατη κατηγορία λέγεται βαρέων βαρών·
- κόπηκαν τα φτερά μου ή μου κόπηκαν τα φτερά, αποθαρρύνθηκα, απογοητεύτηκα, έχασα το ηθικό μου, την ορμή μου, το θάρρος μου: «όταν ήμουν νέος ξεκίνησα με πολλά όνειρα στη ζωή, αλλά στην πορεία μου κόπηκαν τα φτερά απ’ την κακία του κόσμου και κλείστηκα στο καβούκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: έριξα ζάρια κι έχασα, κοπήκαν τα φτερά μου, με πνίγει το παράπονο, που έχω στην καρδιά μου
- μάζεψα τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- με σπασμένα τα φτερά ή με σπασμένα φτερά, με πεσμένο ηθικό, αποθαρρυμένος, απογοητευμένος: «μετά τη χρεοκοπία του ξεκίνησε νέα δουλειά, αλλά με σπασμένα φτερά δεν τον βλέπω ν’ αντέχει για πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: με σπασμένα τα φτερά όλα τα ’βλεπα θολά στη μεγάλη ερημιά μου, ώσπου έφτασες εσύ, ηλιαχτίδα μου χρυσή, και μου πήρες την καρδιά μου // κουράστηκα να περπατώ και να ρωτώ για σένα, με πληγωμένα γόνατα και με φτερά σπασμένα
- μου ’κοψε τα φτερά, με αποθάρρυνε, με απογοήτευσε και εγκατέλειψα κάποια προσπάθειά μου: «ήθελα να κάνω μια δουλειά, αλλά μου ’κοψε τα φτερά μ’ αυτά που μου είπε, και τα παράτησα». (Λαϊκό τραγούδι: μα ένα χέρι λατρεμένο ένα χέρι λατρευτό, μου τα κόβει τα φτερά μου για να μην ψηλά πετώ
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- πετώ με τα φτερά της ελπίδας, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος πως θα πετύχω, πως θα κατορθώσω αυτό που επιδιώκω: «όσο ήμουν νέος, πετούσα με τα φτερά της ελπίδας, αργότερα όμως κατάλαβα πόσο σκληρή και δύσκολη είναι η ζωή»·
- πετώ με τα φτερά της νίκης, βλ. φρ. πετώ με τα φτερά του νικητή·
- πετώ με τα φτερά της νιότης, νιώθω δυνατός, συμπεριφέρομαι ορμητικά, γιατί λόγω του νεαρού της ηλικίας μου πιστεύω πως για μένα είναι όλα κατορθωτά: «προσπάθησε τώρα, που πετάς με τα φτερά της νιότης, να φτιάξεις τις βάσεις για το μέλλον σου»·
- πετώ με τα φτερά της φαντασίας, ονειρεύομαι, ονειροπολώ: «ποιος ξέρει πού πετάει πάλι με τα φτερά της φαντασίας κι έχει αυτό το ευτυχισμένο ύφος στο πρόσωπό του!»·
- πετώ με τα φτερά του νικητή, συμπεριφέρομαι με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσω, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «η ομάδα μας μέσα στο γήπεδο πετούσε με τα φτερά του νικητή || μετά τη νίκη ο αρχηγός της ομάδας μας μίλησε στους δημοσιογράφους με τα φτερά του νικητή»·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- στο φτερό, α. πάρα πολύ γρήγορα: «ξύπνησε αργά, γι’ αυτό έφαγε στο φτερό κι έφυγε στη δουλειά του». β. στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό. Τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
- το κάνω φύλλο και φτερό, (ειδικά για βιβλίο), βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- του δίνω φτερά να πετάξει, τον ενθαρρύνω, του δίνω τα εφόδια για να πετύχει στη ζωή του: «πέτυχε στη ζωή του, γιατί ο πατέρας του, με τη δουλειά που του άφησε, του ’δωσε φτερά να πετάξει». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερα πως εσύ θα μου ’δινες τόση χαρά αν ήξερα πως εσύ θα μου έδινες φτερά να πετάξω, δεν θα γύριζα ποτέ στη ζωή μου καμιά να κοιτάξω)·   
- του κόβω τα φτερά, του κόβω την ορμή, την αισιοδοξία, τον αποθαρρύνω σε κάποια προσπάθειά του, τον αποκαρδιώνω: «μόλις δει κάποιον νέο να θέλει να κάνει τολμηρά ανοίγματα στη ζωή του, έχει τη μανία να του κόβει τα φτερά»·
- του ψαλιδίζω τα φτερά, βλ. φρ. του κόβω τα φτερά·
- τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «κάθε φορά που περνάει βραδιάτικα έξω από νεκροταφείο, τρέμει σαν φτερό». β. κρυώνει πάρα πολύ: «έκανε τόσο κρύο που έτρεμε σαν το φτερό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε κορίτσια στο χορό κι αφήστε με μονάχη. Κόπηκα σαν το στάχυ και τρέμω σαν φτερό. Μπάτε κορίτσια στο χορό. Έχασα αυτόν που καρτερώ). Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι·
- φτερό στον άνεμο, α. άνθρωπος με πολύ άστατο χαρακτήρα: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι φτερό στον άνεμο και θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο χωρίς να το καταλάβεις». (Τραγούδι: φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει, σκέψη αλλάζει, μα δεν τη νοιάζει). β. άνθρωπος διαλυμένος ψυχικά, χωρίς μόνιμη στέγη: «μετά το χωρισμό του είναι φτερό στον άνεμο κι έχασε την προσωπικότητά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το φτερό στον άνεμο στο δρόμο τον παράνομο
- ψαλιδίστηκαν τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου.