Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άμαχος
άμαχος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄμαχος], άμαχος· (για στρατιώτη) που δεν πολέμησε: «στον πόλεμο ήταν
άμαχος στρατιώτης, γιατί υπηρέτησε ως δακτυλογράφος στο Γενικό Επιτελείο».
Συνών. αβάφτιστος (2) / άκαπνος (1) / κουραμπιές (2) / σοκολατένιος
στρατιώτης·
-
άμαχος πληθυσμός, (στη
γλώσσα της αργκό) η γυναίκα, ο γυναικόκοσμος και γενικά όλοι όσοι χρειάζονται
προστασία, παιδιά ή ηλικιωμένοι: «όταν μιλάει ο άντρας, ο άμαχος πληθυσμός δε
θα βγάζει κουβέντα || είναι αρχοντάνθρωπος κι ανοιχτοχέρης, και πάντα βοηθάει
τον άμαχο πληθυσμό».