Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άκυρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άκυρος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄκυρος] άκυρος. 1. ως ουσ. το άκυρο, ψηφοδέλτιο που για κάποιο λόγο (επειδή δε φαίνεται καθαρά σε ποιον ανήκει ο σταυρός προτίμησης, επειδή υπάρχουν διάφορα σημάδια που απαγορεύονται, επειδή υπάρχουν επίτηδες βρισιές ή άλλες ανοησίες) δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο: «κατά την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων βρέθηκαν δώδεκα άκυρα». Αντίθ. έγκυρο. 2. άκυρο! (στη γλώσσα του στρατού ξηράς) παράγγελμα που ακυρώνει προηγούμενο και επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, για να ακούσουν και να εκτελέσουν με ακρίβεια το νέο παράγγελμα που θα τους δοθεί. Για το πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία χρησιμοποιείται το στον καιρό! (βλ. λ.)·