Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αμαρτωλός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αμαρτωλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ἁμαρτωλός], αμαρτωλός. 1. που έχει παραβιάσει τους κανόνες, τους νόμους: «αμαρτωλή σύμβαση». 2. που γενικά ζει έκλυτο βίο: «είναι τόσο αμαρτωλός τύπος που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό». (Λαϊκό τραγούδι: της κοινωνίας ναυαγός και της ζωής αμαρτωλός, νύχτα σε νύχτα κυκλοφορώ κι όλο πιο κάτω κατρακυλώ // είσαι αμαρτωλή,δε σε θέλω πια, είσαι αμαρτωλή, φύγε μακριά).3. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή, που έχει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, ιδίως εξωσυζυγική, χωρίς να είναι υποχρεωτικά πόρνη. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή; Και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;
- αμαρτωλή υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση.

υπόθεση

υπόθεση, η, ουσ. [<αρχ. ὑπόθεσις], η υπόθεση. 1. το γεγονός που απασχολεί ή αφορά κάποιον ή κάποιους: «δεν μπερδεύομαι σ’ αυτή τη διαφορά τους, γιατί είναι οικογενειακή υπόθεση || δε συνηθίζω να μπερδεύομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν». 2. η πλοκή ενός λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: «για πες μου την υπόθεση αυτού του βιβλίου; || τι υπόθεση είχε το έργο που είδες;». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αλλάζει η υπόθεση, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα για κάποιον ή για κάτι ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «απ’ τη στιγμή που ήταν άλλος αυτός που έβαλε χέρι στο ταμείο, αλλάζει η υπόθεση και παίρνω πίσω όλα όσα είχα πει για σένα». Συνών. αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- αμαρτωλή υπόθεση, υπόθεση κατά την οποία έχουν παραβιαστεί κατάφορα οι νόμοι: «η αντιπολίτευση κατάγγειλε την κυβέρνηση πως η απευθείας ανάθεση του έργου στον τάδε εργολάβο αποτελεί αμαρτωλή υπόθεση»·
- (αυτό) είναι δική μου υπόθεση, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει τι θα κάνω με τη δουλειά μου, γιατί αυτό είναι δική μου υπόθεση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση·
- δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου υπόθεση να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «τα ’μαθες ότι χώρισαν οι τάδε; -Δεν είναι δική μου υπόθεση». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- διαφέρει η υπόθεση, βλ. φρ. αλλάζει η υπόθεση·
- δική σου υπόθεση, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό που μου αναφέρεις είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «πού θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δική σου υπόθεση». Συνών. δική σου δουλειά / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έτσι έχει η υπόθεση, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «από δω και πέρα δε θα πιστεύετε κανέναν, γιατί έχει έτσι η υπόθεση». Συνών. έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, α. λέγεται στην περίπτωση κατά την οποία αρχίζει να μας ενδιαφέρει αυτό που μας αναφέρει κάποιος ή να μας προκαλεί την περιέργεια να μάθουμε περισσότερα: «γύρισε ξαφνικά ο τάδε απ’ το ταξίδι του κι έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της στο κρεβάτι. -Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο». Είναι φορές, που της φρ. προτάσσεται το α, για κάτσε ή το α, για στάσου και ο συνομιλητής βγάζει τσιγάρο να καπνίσει για να ευχαριστηθεί αυτά που θα του εξιστορήσει ο συνομιλητής του. Στην περίπτωση που αυτός που αναφέρει το γεγονός αρχίζει να εξιστορεί τα καθέκαστα, πριν ο συνομιλητής του ανάψει τσιγάρο, επειδή καθυστέρησε είτε γιατί άνοιγε καινούριο πακέτο είτε γιατί δεν έβρισκε τον αναπτήρα ή τα σπίρτα του, τότε παρατηρείται κίνησή του που του υποδεικνύει να πάψει να μιλάει, μέχρι να ανάψει το τσιγάρο, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος σε αυτά που θα του πει ο άλλος. Πολλές φορές όμως, μετά το α, για κάτσε ή το α, για στάσου δεν παρατηρείται όλη αυτή η κινητικότητα και απλώς ο συνομιλητής εντείνει την προσοχή του σε αυτόν που αναφέρει το γεγονός. β. λέγεται στην περίπτωση που αρχίζει να μας απασχολεί σοβαρά ένα πρόβλημα, γιατί απαιτείται να δώσουμε άμεσα μια λύση: «αν δε βρούμε λεφτά, θα σταματήσει η δουλειά. -Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το απ και δεν είναι λίγες οι φορές που ακολουθεί άναμμα τσιγάρου. Τούτη τη φορά όμως το άναμμα του τσιγάρου γίνεται από την αγωνία ή τη στενοχώρια·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- μύλος η υπόθεση, βλ. λ. μύλος·
- προσωπική σου υπόθεση, βλ. φρ. δική σου υπόθεση·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- το αστείο στην υπόθεση είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- υπόθεση Παναμάς, βλ. λ. Παναμάς.